Τιτλοφορούμενο με δυο ατόφιες λέξεις της Σαπφούς, που δηλώνουν με ακρίβεια το περιεχόμενό του, μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Στεφανίδη το βιβλίο «Έρος μυθόπλοκος». Κρατώντας την γοητευτικότερη εκδοχή των μύθων, κινούμενη ανάμεσα σε δυο ή και περισσότερες παραλλαγές τους ή κι ακόμη προσθέτοντας εντελώς φανταστικά στοιχεία η Φωτεινή Στεφανίδη παραδίδει -με λόγο και εικόνα- ξανά αυτές τις πενηντα δύο αρχαίες ιστορίες χωρίς χρονολογική ή άλλη σειρά, μόνο με την αίσθηση των εποχών του έτους που εκτυλίχθηκαν. Και που ίσως να εκτυλίσσονται ακόμη και σήμερα.
Ο έρωτας μέσα σε αυτές τις ιστορίες διέπει τα πάντα. Μεταμορφώνει, εξυψώνει, θεοποιεί ή και ρημάζει θνητές γυναίκες κάθε ηλικίας και τάξης, αθάνατες θεές και νύμφες στα σμιξίματά τους με θεούς, αθάνατους ήρωες, θνητούς από θεϊκές γενιές, βασιλιάδες, απλούς βοσκούς κι αγρότες, και το αντίστροφο. Όλοι παιχνίδια στα χέρια του. Όλοι κάτι χάνουν και κάτι κερδίζουν. Και όλοι είναι Έλληνες.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Έρωτα! Ετοίμασε τη γαμήλια πομπή!» ψιθυρίζει ο Βάκχος. «Μόλις ξυπνήσει, ξεκινάμε!» Σμήνος οι ερωτιδείς κατέφθασαν κρατώντας πέπλο κι ένδυμα ουράνιο. Αγριοτριαντάφυλλα φύτρωσαν μεμιάς στην άμμο κι άνθισαν ροδαλά και άσπρα. (Διόνυσος και Αριάδνη)
Τα μαλλιά της, λεπτές ίνες ασημιού, φτιάχνουν γύρω του αέρινο κουκούλι, τα χέρια της δεν τολμούν να τον αγκαλιάσουν, σηκώνονται ψηλά, κρεμιούνται απ’ τον μαύρο ουρανό κι έτσι του παραδίνεται. (Ήλιος και Νέαιρα)
Θεσπέσια δροσιά την κατέκλυσε, ολόχρυσες στάλες που έπεφταν λοξά απ’ τον φεγγίτη την έλουζαν, κυλούσαν απ’ το κορμί της, λίμναζαν αστράφτοντας στο κρεβάτι, στο πάτωμα. Το κελί ολόκληρο έλαμψε. (Ζευς και Δανάη)
Ο έρωτας διακατέχει την ύπαρξή της· το δυνατό του αντιφέγγισμα στα μάτια της· μάτια προσεκτικά βαμμένα με φούμο και κυανό, φαίνονται από μακριά. Η βιασύνη κι η αποθυμιά της είναι βέβαιο πως δεν αφορούν τον άντρα της. (Ποσειδών και Πασιφάη)
Ο νυφικός χιτώνας από μόνος του ξεκουμπώνεται και πετώντας βρίσκει την προηγούμενη θέση του στον τοίχο. Η Αντίκλεια χάνει το βάρος της. Η αόρατη αγκαλιά την αποθέτει στην κλίνη. (Σίσυφος και Αντίκλεια)