Συναντήσεις με τον πίνακα «Ιδού ο Νυμφίος» του Νικολάου Γύζη κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα
Tης ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ, ζωγράφου
«Η υψηλότερη μορφή της άνοιξης που ξέρω: μια ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Από την προηγούμενη στριφογύριζα στο κρεβάτι. Περίμενα. Τι είναι πινακοθήκη δεν είχα καταλάβει ακριβώς, και μάλιστα «Εθνική Πινακοθήκη», όπως την έλεγε ο πατέρας.
Την άλλη το πρωί, μύριζαν οι νεραντζιές και οι αγριοπασχαλιές όταν περπατούσαμε από το σπίτι προς τον σταθμό οι δυο μας. Χτυπούσαν και οι καμπάνες αργά, ήταν μέσα στην Μεγάλη Εβδομάδα του 1977, μάλλον Μεγάλη Τετάρτη. Αφού μπήκαμε στον ηλεκτρικό και πήραμε μετά γκρίζο ταξί από την Ομόνοια, φτάσαμε.
Φαρδιά τα σκαλοπάτια, όλα καινούργια, παντού μάρμαρο. Και μέσα σ’ αυτή την απλότητα που όλα ήταν ουδέτερα πλην καλοφτιαγμένα και με λιτή τάξη που ίσως πρώτη φορά ένιωθα στα δεκαπέντε μου, το αντικρίζω. Ήταν από τα πρώτα, και τα έσβησε όλα, σαν να μην είδα τίποτε άλλο τη μέρα εκείνη. Μου φάνηκε τεράστιο, ήταν, είναι, δυο μέτρα επί δύο μέτρα. Με ένα φως, ίδιο με εκείνο που βγαίνει από τις καρδιές των λουλουδιών. Με το πιο θεσπέσιο κόκκινο που ίσως, ναι, δεν ξαναείδα, με τις λεπτές αέρινες πινελιές, που έδιναν μορφή σε κάτι αγγέλους ανείπωτους, κι αυτές, οι πινελιές, είχαν ένα τρυφερό ανάγλυφο, σαν τα πέταλα απ’ τα νεραντζολούλουδα που ήταν σπαρμένα στον δρόμο για τον σταθμό του ηλεκτρικού. Κι ανέδυε ο πίνακας μια ευωδιά, ίσως την ίδια. Και ο τίτλος κάπου ακούστηκε: «Ιδού ο Νυμφίος».
Τότε δεν είχα καταλάβει τίποτε που να λέγεται με λέξεις. Μετά την πινακοθήκη, κατηφορίσαμε με τα πόδια στο ατελιέ της οδού Μαυρομιχάλη, ο πατέρας κάτι είχε να τελειώσει, κι εγώ από κοντά.
Περνούν λίγα χρόνια και μια Μεγάλη Παρασκευή τώρα, μην μπαίνοντας στο παλιό εκκλησάκι της Νεραντζιώτισσας στο Μαρούσι, αλλά περιμένοντας για λίγο έξω -με το ποδήλατο και το κερί στα χέρια- τον Επιτάφιο να βγει, το ξαναείδα· από το μικρό τετράγωνο παραθυράκι ετούτη τη φορά, το πλαισιωμένο με τ’ αρχαίο μάρμαρο -λιτότητα κι εδώ- όχι μεγαλύτερο από τριάντα επί σαράντα εκατοστά του μέτρου. Δεν ήταν ζωγραφιστό αλλά σπαρταριστό μπροστά στα μάτια μου. Το υπερευαίσθητο κόκκινο, το φως, και γύρω γύρω το μαύρο εκείνο, το ζωντανό μαύρο που γινόταν μπλε. Και πάλι νεραντζολούλουδα καμωμένα στην νέα εικόνα από το τζάμι το ανάγλυφο στο χρώμα του μελιού, και γύρω η ευωδιά τους και μέσα, παντού. «Ω, γλυκύ μου έαρ» τούτη τη φορά, και βγαίνει ο Επιτάφιος, και σαν να βγήκε μέσα από τον πίνακα-παράθυρο-λουλούδι. Και οι κοντούλες νεραντζιές, φορτωμένες ανθό και κάτω το μυρωμένο ανάγλυφο χαλί.
Κι άλλη μια εμφάνιση· στην Ύδρα, περίπου το 1985. Χωρίς σχεδόν πειράγματα και γέλια -ο Επιτάφιος θα ‘βγαινε σε δυο ώρες- και ξέρουμε, σ’ αυτό το νησί, στα Καμίνια με το μικρό τους λιμανάκι, δεν βγαίνει ακριβώς, αλλά μπαίνει μέσα στη θάλασσα. Στεκόμαστε πέντε-έξι ζωγραφάκια στα βράχια με το κεριά μας αναμμένα και περιμένουμε να τον δούμε από ψηλά.
Και, να τος… ο πίνακας του Γύζη, απεριορίστων διαστάσεων τώρα -η θάλασσα η ίδια. Στο κέντρο ο επιτάφιος με το ανείπωτο κόκκινο, το φτιαγμένο από τις λάμψεις, από το «Ω, γλυκύ μου έαρ», από τα βρεγμένα άμφια των νεαρών αγοριών. Γύρω γύρω στραφταλίζουν τα νερά/νερα-ντζολούλουδα (σπαρμένο χρυσολούλουδα το πέλαγο λιβάδι – Β. Ρώτας). Και φεύγοντας όλοι, στο νερό, στον πίνακα, μένουν πέταλα πραγματικά, του στολισμού· βιολέτες και λεμονιάς ανθάκια και ρόδα. Και ευωδιάζει. Περνά ο κόσμος με τα κεράκια αναμμένα, πάμε κι εμείς για τη σχολή τελευταίοι. Εκεί ο πίνακας σχεδόν με επισκέπτεται και αρχίζει η σύνδεση.
Από τότε ήρθε και με βρήκε κι άλλες φορές που δεν χωρούν σε αυτό το γραπτό. Και έρχεται πάντοτε εκεί που δεν τον περιμένω. Αν και θα ‘πρεπε, γιατί εμφανίζεται μόνο ή σχεδόν μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Και τώρα, το βιβλίο. Αυτό το τεράστιου σχήματος βιβλίο, που το βρήκα τυχαία -έτος 1992- ψάχνοντας δώρα για το Πάσχα σε βιβλιοπωλείο της οδού Μαυρομιχάλη και το αγόρασα χωρίς λεπτό καθυστέρησης πια, μετά από δεκαπέντε χρόνια που πρωτοείδα στην πινακοθήκη το έργο του Γύζη. Τεράστιο σε μέγεθος το βιβλίο, μικρό σε σελίδες. Τεράστιο σε περιεχόμενο, λεπτό σε πάχος και συναίσθημα. Λεπτεπίλεπτο. Μαρίνου Καλλιγά: «Νικόλας Γύζης, ο άγνωστος, 1842-1901», ο τίτλος του. Από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, έκδοση του 1980, επιμελημένη καλλιτεχνικά από τον Γιώργη Βαρλάμο. Έχει αφιερωμένες στον «Νυμφίο» έξι από τις σαράντα τέσσερις τεράστιες (35×40 εκ.) σελίδες του, με επτά σπουδές και το τελικό έργο, σύνολο οκτώ εικόνες.
Μία μία αποκαλύπτουν. Κάθε μία διαφορετική, μα με τον ίδιο άυλο, αέρινο προορισμό του κόκκινου που κόκκινο δεν είναι, του μπλε που μπλε δεν είναι ούτε μαύρο, των λεπτότατων λευκών στοιχείων που λευκά δεν είναι, είναι άγγελοι, και είναι και πέταλα νεραντζολούλουδων των βημάτων της εφηβείας πλάι στον πατέρα, και είναι και στήμονες από καρδιά λουλουδιού.
Αφήνω τις εικόνες (πίνακα και όλες τις σπουδές, μία-μία) να πούνε όλα όσα δεν λέγονται, και είναι τα περισσότερα.
Ωστόσο, η ευωδιά του ανθού της νεραντζιάς, η Μεγάλη Εβδομάδα μαζί με το «Ιδού ο Νυμφίος» της Μεγάλης Δευτέρας, το «Ω, γλυκύ μου έαρ» της Μεγάλης Παρασκευής, και το ομώνυμο έργο του Νικολάου Γύζη, αισθάνομαι ότι είναι ένα· μήπως να το πούμε «η υψηλότερη μορφή της άνοιξης που ξέρω»;
Σημ.: Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το σημείωμα είναι προσωπικές λήψεις. Γι’ αυτές που αφορούν τα έργα χρησιμοποιήθηκε η έκδοση που αναφέρεται στο κείμενο.
----------------------------------------
Δημοσιεύτηκε στην διαδικτυακή εφημερίδα presspublica.gr την 26η Απριλίου 2016
Το άρθρο, πληῤεστερο, με όλες τις φωτογραφίες, στην παρούσα ιστοσελίδα, είναι αναρτημένο στην κατηγορία Δημοσιεύματα-Κριτικές και υποκατηγορία Άρθρα