Φωτεινή Στεφανίδη: «Δελφοί, ανάμεσα σε δυο ή μάλλον τρία φθινόπωρα»
Συνέντευξη στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΥΣΗ
«Ξύπνα λουλούδι του δάσους
πουλί του λιβαδιού
που σεργιανάς στον ουρανό
που ‘χεις τα μάτια μικρού ελαφιού…»*
«Φλισκούνι, άγρια μέντα, κάπαρη και μυρωδιά από τσαγκό λάδι όπως στα ξωκλήσια. Μάρμαρα ματισμένα, μάρμαρα ανθισμένα μούσκλια, μάρμαρα ακροκέραμα. Μάρμαρα εξαίσια μέλη, δίδυμα αγόρια, κενταυρομαχία, αμαζονομαχία. Μάρμαρα γκρίζα, ροδαλά, ραβδωτά, χαραγμένα. Σοβαρός ο Βάκχος, λευκολεπτοδουλεμένος ο Απόλλων. Παρούσα η Αθηνά». Μιλάμε με τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη για τρία πολύ σύντομα οδοιπορικά στους Δελφούς, όπως τα ορίζει η στιγμή και η καρδιά, καθόλου τεκμηριωμένα.
Το πρώτο;
Προχωρημένο φθινόπωρο. Από αυτό, το πρώτο, όλες οι μυρωδιές επιβεβαιώνονται στα άλλα δυο. Η μέντα και το φλισκούνι στεφανώνουν τη βάση της Θόλου. Η τσαγκή μυρωδιά από τις μαύρες ελιές τις πεσμένες στα ιερά χώματα που τις τσουρούφλιζε ο ήλιος όλο το καλοκαίρι. Κι είχε βρέξει, και «σαν ευωδιά μαραμένου φύλλου είναι η ανάσα σου»*.
Το δεύτερο;
Αρχή φθινοπωριάς. Τα τζιτζίκια γαντζωμένα ακόμη για τα καλά στις κουμαριές που οδηγούν στο Μουσείο. Σιγανά κι αργά τα βήματα, πολύ νωρίς το πρωί. Μέσα, ελευθερώνεται το βήμα. Τα πιο αέρινα γκρίζα στα μάρμαρα των ζωφόρων και των αετωμάτων. Η αυστηρή τετραχρωμία στις τοιχογραφίες. Στεκόμαστε σ’ αυτά, τα λιγότερο γνωστά. Ο Ηνίοχος, ο Αντίνοος και ο Απόλλων με την Κορωνίδα στη λευκή κύλικα, επιβάλλονται τόσο που σε κάνουν να πισωπατάς.
Το τρίτο;
Σεπτέμβρης. Ευωδιές ίδιες, ωστόσο πιο δυνατές από τις προηγούμενες φορές. Εικόνες ασύγκριτες. Τώρα το ματισμένο μάρμαρο των κιόνων της Θόλου μιλάει με τις ελιές και τον ουρανό, τώρα οι πεσμένοι καρποί της ελιάς ψηφιδογράφουν το ιερό της Αθηνάς, τώρα χρωματίζεται ρόδινο το θέατρο, τώρα η κοιλάδα έχει το λαμπρότερο μοβ με τις ελιές ασημένιες να ζωγραφίζουν τ’ ανείπωτα επάνω της, τώρα τ’ ανάγλυφα του κορμού της ελιάς και της ελληνικής τούγιας γίνονται πέτρα, τώρα οι Φαιδριάδες ματώνουν στο φως του μεσημεριού, τώρα τα κυπαρίσσια γράφουν μουσική στην πλαγιά -το ίδιο και οι τακτοποιημένες πέτρες που ποτέ δεν θα βρουν την αρχική τους θέση-, τώρα δεν ακούγονται οι τουρίστες, τώρα οι Δελφοί είναι μέσα μου.
*Αποσπάσματα από παραδοσιακό ινδιάνικο τραγούδι, απόδοση Χάρης Κατσιμίχας
--------------------------------------------------------
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 10η Σεπτεμβρίου 2016.
Σύνδεσμος για όλες τις εικόνες:
http://www.presspublica.gr/%CF%86%CF%89%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%86%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B4%CE%B7-%CE%B4%CE%B5%CE%BB%CF%86%CE%BF%CE%AF-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BC%CE%B5%CF%83%CE%B1-%CF%83%CE%B5/
Φωτεινή Στεφανίδη: «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη»
Συνέντευξη στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΥΣΗ
«Το χέρι δώσ’ μου, δώσ’ μου την καρδιά σου
και πάμε, αν θέλεις, ώς τον ουρανό…»
Γιώργος Παπαστεφάνου
«Γενέσιο της Παναγιάς, πόσο λίγο μετά την Κοίμηση. Και του Σταυρού έξι μέρες μετά το Γενέσιο. Σταφύλι του κιτρίνη και του γρανάτη. Μουστιά. Ήλιος που γράφει δυνατές σκιές. Δροσούλες, βροχούλες. Λίγα σύκα ακόμη, λίγα καρπούζια. Γυαλισμένα τα ρόδια. Τα κυκλάμινα σκάβουν το χώμα και περνούν μέσα απ’ τις σχισμές των βράχων τα τρυφερά κεφαλάκια τους. Του σχολειού η πρώτη μέρα, γυαλισμένη και η τσάντα με τα παπουτσάκια, ντυμένα τα τετράδια, ξυσμένα τα μολύβια. Και οι φιλίες έτοιμες να μεγαλώσουν. Κυλούν οι Σεπτέμβρηδες και ό,τι και να μας φέρουν έχει το άρωμα του βασιλικού, του νυχτολούλουδου και του υάκινθου». Επιστρέφουμε σε μέρες Σεπτεμβρίου μαζί με τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη.
Η αρχική εικόνα;
Της Νότιας Κρήτης οι απαλές ακρογιαλιές και οι απαλές αγκαλιές των ανθρώπων που τον Σεπτέμβρη γίνονται ακόμη πιο απαλές, αυτές οι ίδιες που γέννησαν τους τρυφερούς μαίανδρους των κυμάτων. Κι από κοντά τα καλούδια και τα θυμητάρια του καλοκαιριού.
Προχωράμε βήμα βήμα;
Το προτιμώ αυτή τη φορά, κι έτσι θα «λιγοστεύουν οι ερωτήσεις».
Και φέτος τον Σεπτέμβρη ο ελέφαντας θα φορέσει ψαθάκι και το νέο φεγγάρι θα σκαλώσει στην ουρά της γάτας. Μαζί τους το κοχύλι από τ’ οροπέδιο των Μικρών Κυκλάδων να βαστά ακόμη αρχαίο χώμα.
Η λεβάντα της αυλής, το θείο δώρο της σιωπής του ψαριού και το σπάνιο λεμόνι.
Από ακρογιάλι της Λακωνίας το γράμμα Φ, μαζί με φύσημα ανέμου στην καρδιά.
Ένα από τα πασίγνωστα βότσαλα της Λάμπης Πάτμου και δυο άσημες μικρές αγάπες.
Ολόγλυκα τα ντοματάκια του περιβολιού, στέκονται πλάι στο σπίτι της Λεμονιάς. Στη Φολέγανδρο, ίσως κι αλλού, χτίζαν σπιτάκια κυλινδρικά, για να κρατήσουν ζωντανό το ακριβό, το σπάνιο Λεμόνι.
Σταφίδα στις αρχές του μήνα για τη γλυκειά οικογένεια στον Ευβοϊκό.
Πώς το πάλλευκο γιασεμί γράφει με λαμπρό μαύρο τη σκιά του από τον ήλιο του Σεπτέμβρη.
Αχ, εδώ στο κάστρο του αναποφάσιστου κάβουρα, όταν οι έγνοιες ήταν λιγότερες ή μήπως όχι, δεν ήταν;
Το άσπρο φουστάνι. Και το μπλε τ’ ανθάκι πέταξε έξω, τώρα εδώ. Και η γύμνια.
Τρέχει ο μίσχος ο αληθινός να βρει το ζωγραφιστό λουλούδι. Και τι μέρα, στις 17 του. Ας τις βαστήξουμε ζωντανές· την Αγάπη, την Πίστη, τη Σοφία, την Ελπίδα.
--------------------------------------------------------
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Σεπτεμβρίου 2016.
Σύνδεσμος για όλες τις εικόνες:
http://www.presspublica.gr/%CF%86%CF%89%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%86%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B4%CE%B7-%CE%B8%CF%85%CE%BC%CE%AE%CF%83%CE%BF%CF%85-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%83%CE%B5%CF%80%CF%84%CE%AD/
Φωτεινή Στεφανίδη: «Μια Παναγιά την αγάπη μου έχει κλείσει»
Συνέντευξη στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΥΣΗ
«Την έβγαλε στην αμμουδιά της Τρίγλιας η θάλασσα –όλοι το λένε–, σαν έπεσε η Πόλη. Την είχε φτιάξει καλλιτέχνης, εκεί στη βασιλεύουσα σε εργαστήρι αυτοκρατορικό, τον 13ο αιώνα. Οι ψηφίδες της, “πετραδάκια τοποθετημένα στον ουρανό – και πώς δεν πέφτουν;” (κουβέντα της Τριγλιανής γιαγιάς). Μαρμαράκια, υαλόμαζα, ασήμι, χρυσός, αμέθυστος, λαζουρίτης, όλα στερεωμένα στις δρύινες σανίδες με μελισσοκέρι. Η γιαγιά έλεγε ότι για να ‘ρθει κόπηκε στα τρία, εκεί που είναι ενωμένες οι τρεις σανίδες· κι ο πατέρας όλο και το έλεγε, να, ότι κι από ζωγραφική είναι πιο εκφραστικό και αέρινο αυτό το ψηφιδωτό». Δυο λόγια με τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη για την Παναγιά της απέναντι θάλασσας.
Πώς ονομάζεται;
«Η Επίσκεψις», τ’ όνομά της. Επισκέπτεται τους δυσκολεμένους, τους γιάνει, τους παραστέκει. Κι εκείνη δοκιμασμένη, δυο φορές προσφυγοπούλα.
Ψηφιδωτή σε ξύλο;
Σπάνια η ομορφιά της. Δέκα όλες κι όλες ψηφιδωτές εικόνες σ’ όλους τους ελληνικούς τόπους, ναι, είναι η ωραιότερη. Γύρω γύρω, ξηλωμένο το ασημένιο πλαίσιο. Ίσως αφαιρέθηκε και χάθηκε όταν κόπηκε για να ‘ρθει. Γύρω γύρω τα «πετραδάκια» πεσμένα. Λένε πως η εικόνα πλαισιωνόταν από μικρούλες παραστάσεις μεγάλης τέχνης, επίσης ψηφιδωτές. Πεσμένες οι ψηφίδες και στις ενώσεις των σανιδιών. Σαν κόπηκε στα τρία δεν άντεξαν. Και στη μέση, στο κάτω πλαίσιο, μια εγκοπή βαθιά. Από τις λιτανείες. Πονάει όποιος βοηθάει.
Από πότε βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο;
Τρία χρόνια μετά τον ερχομό της στη Ραφήνα, διαβάζουμε:
«ΕΦΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ
ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ
Παρελήφησαν παρά της Διευθύνσεως του Βυζαντινού Μουσείου αντικείμενα προερχόμενα εκ κειμηλίων Μικράς Ασίας.
Εικών ψηφιδωτή παριστάνουσα την Θεοτόκον μετά του Ιησού, φέρουσα την επιγραφήν. Μ(ήτη)Ρ Θ(εο)Υ Η ΕΠΙCΚΕΨΙC και προερχόμενη εκ Τριγλίας Βιθυνίας (1,06 x 0,75 μ.)
[Ακολουθεί καταγραφή άλλων κειμηλίων από την Μικρά Ασία]
Εν Αθήναις, τη 16η Φεβρουαρίου 1925
Ο Διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου
Γ. Α. Σωτηρίου»
Κι από τότε;
Από τότε στέκει εκεί. Πίσω από το μεγάλο γυαλί. Δεν ακολούθησε την αδελφή της την Παντοβασίλισσα στη Ραφήνα. Εκεί τα μεγάλα μάτια –κι ας λαβώθηκαν–, τα γλυκά πρόσωπα, τα θεσπέσια ποδαράκια του Χριστού, το χεράκι Του πίσω από τον λαιμό Της. Τα ονειρεμένα μπλε και πράσινα. Ο χρυσός κάμπος. Τα κόκκινα φωτοστέφανα. Τα γκρίζα μάτια.
--------------------------------------------------------
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 13η Αυγούστου 2016.
Σύνδεσμος:
http://www.presspublica.gr/%CF%86%CF%89%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%86%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B4%CE%B7-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%AC-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CE%B3/
Φωτεινή Στεφανίδη: «Αύγουστε, καλέ μου μήνα»
Συνέντευξη στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΥΣΗ
«Το βράδυ στ’ αλώνι κοιμάμαι στην ψηλότερη θημωνιά. Η καλαμιά μοσχοβολάει και το σιτάρι καβουρντίζεται. Το πρωί βρίσκω δυο σπυριά σιτάρι στην τσέπη μου, δυο καρβέλια ζεστά· το ένα θα σ’ το φυλάξω.»
Δημήτρης Παπακώστας, «Αδέσποτα σκυλιά»
«Ευωδιά του δειλινού, του ουρανού, του άστρου, του γιασεμιού, του γαϊδουράγκαθου, του μεσημεριού, του πεύκου. Της καλαμιάς, της νύχτας, της θάλασσας, της συκιάς. Ζωντανό σφουγγάρι το φεγγάρι για τις ήσυχες μέρες του Αυγούστου. Ζαρζαβατικά στα περιβολάκια και στις γλάστρες. Σιγοψήνονται τα γεμιστά στους φούρνους, τσιτσιρίζουν οι πιπεριές στο τηγάνι, το ίδιο και οι τζίτζικες στην παλιά ελιά. Καρπούζια κόβονται στις αυλές και στις βεράντες με τα κουκούτσια να κολυμπούν στο ροδαλό νερό στο τέλος. Από κοντά το φρέσκο ψωμί και η φέτα. Παγωμένο το κρασί και το ούζο, πλάι στο σφουγγάτο με ντομάτα κι αβγό που ετοιμάζεται στο λεπτό. Το ψάρι ζουμερό στη σχάρα ή στο τηγάνι, η κάπαρη ολόφρεσκη, φετινή. Τα φραγκόσυκα έτοιμα. Και αχ, οι συκιές με τ’ άσπρα τα μεγάλα σύκα με την αέρινη γεύση ή τ’ άλλα, τα μικρά, τα μαύρα, τα μελιστάλαχτα. Οι δρίμες -μερομήνια-, πρόλογος του φθινοπώρου. Κι απ’ όλα πιο πολύ, μια Παναγιά που την αγάπη μου έχει κλείσει».
Ξεφυλλίζουμε με δυνατό μελτέμι μέρες Αυγούστου από τα ημερολόγια της Φωτεινής Στεφανίδη.
Πες μας δυο λόγια για τις πρώτες εικόνες.
Όσα θυμάμαι κι εγώ… Άστρα, γιασεμιά ή αγριοπερίστερα στο πρώτο; Στ’ άλλο μοιάζει να είναι η κεντήστρα του Λόρκα, γυμνή με τη βελόνα, τη μαγική βελόνα της, και η φραγκοσυκιά αυτοπροσώπως απέναντι, κεντά κι αυτή, δάχτυλα και καρδιά. Εδώ, στο τρίτο και να ήθελα να ξεχάσω, δεν θα γινόταν· το κίτρινο φουστάνι ακόμη κρέμεται στην ξύλινη ντουλάπα, το φορώ σχεδόν πάντα Αύγουστο, χρόνια τώρα. Κι η γάτα με το γαϊδουράγκαθο· ίδια χρώματα, ίδια απαλότητα, ίδιο γδάρσιμο, ίδια περηφάνια.
Εδώ;
Καρδιάς θυμητάρι, ανθισμένη αγάπη, κτέρισμα λουΐζας, δυόσμου και αμπελιού. «Αγάπη, αγάπη, κουράστηκα να σε περιμένω» κάτω απ’ την αγριελιά, μέχρι που κατάλαβα ότι η αγάπη είναι η ίδια η αγριελιά. Τα ρόδια φουσκώνουν, τα κουκουνάρια όμως ήδη σκάζουν· ένα ακόμη αδέσποτο γραπτό του Δημήτρη Παπακώστα: «Καλοκαιράκι με σεντόνια δροσερά στη μέσα κάμαρη. Στριφογυρίζω στο κρεβάτι. Όλο το μεσημέρι σκάζουνε τα κουκουνάρια στην αυλή».
Τι πόλεις είναι αυτές; Κι εδώ ποια κοιμάται, πού; Το κοριτσάκι πού ζωγραφίζει;
Πόλεις «ξένες και συννεφιασμένες», για τούτο και ακυρώθηκαν έγκαιρα από τα δυσεύρετα αυγουστιάτικα λεμόνια, το ώριμο πεπόνι στο πιάτο, τον ύπνο στο βυζαντινό κεραμίδι, και τη μικρούλα από την Κρήτη να ζωγραφίζει στην αυλή του Αη Γιώργη, στα Τέρτσα του Λιβυκού.
Οι Αύγουστοι περνούν, κάθε φορά κι αλλιώς, κάθε φορά και ίδιοι…
Το πανί που πάνω του κεντάει, ζωγραφίζει και βαδίζει ο Αύγουστος έχει το χρώμα του άχυρου, όπως και το πανί της κεντήστρας-Παντέρμης του Λόρκα, του αγαπημένου μας που αδικοχάθηκε, για δες, Αύγουστο. Η παλέτα του Αυγούστου είναι σταθερή κι ας φτιάχνει χίλιες εικόνες. Το δικό μας το βάδισμα αλλάζει, το δικό μας το μάτι· να, ήρθε τώρα κι έδεσε και τρίτο κομματάκι από τ’ αδέσποτα του Δημήτρη: «Η ομορφότερη ζωγραφιά είναι τα βήματά σου που πάνε από τόπο σε τόπο.»
Τι θα δούμε ακόμη στις σελίδες σου;
Το μπλε μελάνι που γραφόντουσαν μια φορά οι λέξεις της αγάπης. Μια απρόσμενη αναχώρηση πλάι σε τηγανητούς μπακαλιάρους, δυο σημειώσεις από τον ιταλικό Νότο και δυο σπουδές από ελληνικές μαινάδες (ξεκινά σιγά σιγά κι ο τρύγος). Κλείνουμε με φεγγάρι ερωτευμένο στην παιδική χαρά για να κρατιέται η ελπίδα ζωντανή.
--------------------------------------------------------
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Αυγούστου 2016.
Σύνδεσμος για όλες τις εικόνες:
http://www.presspublica.gr/fotini-stefanidi-avgoustos/
Φωτεινή Στεφανίδη: «Ιούλης στο ντρίλινο σεντόνι»
Συνέντευξη στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΥΣΗ
«Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου, που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του. Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά η κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα»
Οδυσσέας Ελύτης, «Ο μικρός ναυτίλος».
«Αντί για βιβλίο, πολλές φορές ένα σημειωματάριο, ένα ημερολόγιο στην τσάντα. Όσο πιο ανάλαφρες οι στιγμές του τότε, τόσο οι πίσω σελίδες δαγκώνουν το τώρα. Όχι πόνος, να, πώς το λέει και το τραγούδι “ταξιδάκι αναψυχής μ’ ένα κρυμμένο τραύμα”». Ο Ιούλης στις ημερολογιακές σημειώσεις της Φωτεινής Στεφανίδη.
Πώς ξεκινάμε;
Ξεκινάμε με τρεις μπουρνέλες από την αυλή, καμπανούλες από τη ρίζα της που όλο τυλίγονται η μια στην άλλη, και τ’ άλλα τα ροζ λουλουδάκια, θαρρώ τα λένε «ομορφούλες»· δυο βότσαλα από πέρσι, ένα κοχύλι, ένα κεραμίδι που το στρογγύλεψε το κύμα, ένα ψάρι από πηλό – δώρο καρδιάς. Βρήκαμε και ντρίλινο σεντόνι. Εκεί ν’ ανοίξουν οι μνήμες, οι σελίδες, ν’ ανταμώσουν με το φετινό καλοκαίρι.
Κι ανοίγοντας;
Ο ύπνος του μεσημεριού και στη γωνιά η στάμνα, το αντίο που δεν του φαινόταν αλλά ήταν για πάντα, η καρέκλα στην άκρη του μώλου, που όλο την έσπρωχνε το μελτέμι και την έσπρωχνε, και ναι, έπεσε με το φεγγάρι να την κοιτάζει. Το γαλάζιο κορίτσι «ένα άσπρο μεσημέρι ένα ωραίο καλοκαίρι». Οι τέσσερις ζέρμπερες (ποιος; γιατί;) κι απέναντι το μαρμάρινο τραπέζι του παλιού μουσείου των Θηβών. Κι ένα κόκκινο κορίτσι, με συκιά κοντά.
Αυτά τα μάτια;
Ψάρια, καθώς λένε. Και μαχαίρια. Και η κατσίκα εκεί· και το φεγγάρι. Σκέτος Ιούλης.
Χρώματα;
Μπλε λουλακί, και ώχρα. Μια γυροβολιά χοντροκόκκινο. Χαμηλά το ψάρι, μάλλον λυθρίνι. Στέψη οι πευκοβελόνες. Τα σύμβολα του Ιούλη, ασυναίσθητα. Και ξανά λίγο παρακάτω με πεύκο της Αττικής, σαν μια τοιχογραφία που δεν υλοποιήθηκε. Αλλά και η λιτή τετραχρωμία της ώχρας, του χοντροκόκκινου του μαύρου και του λευκού· σχέδια για δάπεδα, ταβάνια, πιάτα και υφάσματα που δεν φτιάχτηκαν ποτέ· ή μάλλον φτιάχτηκαν, κάπως αλλιώς.
Γεύσεις;
Πικρός ο φόβος του φιδιού, αλμυρό το λουλακί κολιέ, γλυκές οι βανίλιες.
Κι απ’ όλα αυτά, τι συνεχίζεται σήμερα;
Το παραμύθι, τ’ όνειρο, που όταν το ζεις ή έστω το ζωγραφίζεις είναι χειροπιαστό.
--------------------------------------------------------
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Ιουλίου 2016.
Σύνδεσμος για όλες τις εικόνες:
http://www.presspublica.gr/fotini-stefanidi/
Φωτεινή Στεφανίδη: «Τον Ιούνη διάλεξε ο ήλιος να σταθεί»
Συνέντευξη στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΥΣΗ
«Ξανά στο ραντεβού μας την πρώτη του μήνα και τι μήνα. Εδώ που διάλεξε ο ήλιος να σταθεί τρεις μέρες (ηλιοστάσι) και να στροβιλίσει όνειρο και αποθυμιά, να ζεστάνει σώμα και καρδιά, να δώσει και να πάρει. Στάζουν ζουμερά τα πορτοκάλια, ωριμάζουν και πέφτουν βροχή τα κεράσια, τα κορόμηλα και τα μούρα, παγώνει το νερό και το κρασί, δένονται τα αισθαντικά λουλούδια του καλοκαιριού με στάχυα αντί για κορδέλες. Ασημίζουν οι λεύκες. Πασπαλίζουν τους δρόμους οι τζακαράντες και οι νιόφερτοι βραχυχίτωνες. Στην κατσαρόλα βλίτα, αλμύρες, φασολάκια, κολοκυθάκια με τα λουλούδια τους, και στο ταψί μοσχοβολούν τα γεμιστά. Αμ’ ο γαύρος στο τηγάνι; Ή τα τσάγαλα απ’ το δέντρο; Να και η ευωδιά από το διάφανο ρετσίνι που στάζουν τα πεύκα. Κι εκείνη της αγάπης, ίδια με του θυμαριού και της πικροδάφνης. Και του έρωτα, με την παθιασμένη γαρδένια και το πρώτο γιασεμί. Έχουμε και κεντηστές: Το αγριοκάροτο και το μάραθο με τ’ άνθη τους. Την αγριοβρώμη, το αγριόπρασο και την κάππαρη. Α, και τις ροδιές τις φορτωμένες τα κατακόκκινά τους λουλουδάκια μέσα στους σκληρούς κάλυκες.»
Ανοίγουμε τα εικαστικά ημερολόγια της Φωτεινής Στεφανίδη στους Ιούνηδες.
Τι φέρνει ο Ιούνης από τις «πίσω σου σελίδες»;
Και τι δεν φέρνει. Τις πορτοκαλοσαλάτες στη Ρόδο – ήλιοι του καλοκαιριού στο πιάτο. Τις πικροδάφνες και τα μπλε φεγγάρια που τότε δεν τ’ αφήναμε αζωγράφιστα. Τον ύπνο στη σκιά του ευκάλυπτου -πώς φρεσκοπετάει βλαστούς κι αυτός τον Ιούνη- και κάτι πρώτες λεξούλες, φρεσκοπετάγματα κι αυτές. Τα παραθύρια που ανοίγουν και μπαίνει μέσα το καλοκαίρι και μαζί έρχεται και το γαλανό του στις ζωγραφιές. Το νερό παντού. Και στιγμούλες, όσο ανοιγοκλείνουν τα μάτια η διάρκειά τους, που ίσως να ήταν ξεχασμένες. Κι αυτές με τη σειρά τους ανασύρουν άλλα.
Ερμηνεύονται;
Τα περισσότερα. Και λύνονται απορίες και γεννιούνται απορίες. Εικοσιεννιά κάποιου Ιούνη ζωγραφίζοντας την «Ευωχία» πέρασε από κοντά -κοιτάζοντάς με κιόλας- το μεγαλύτερο φίδι που έχω ως τώρα αντικρίσει, και στις 14 κάποιου άλλου μπήκαν δυο άνθη αγριόπρασου στα μικρά φυσητά βαζάκια -τα έχω ακόμη; δεν θυμάμαι- και μαζί μια λύπη ξεχασμένη. Αλλά ποιο είναι το ψάρι που τρυπάει το «γλυκύμαλον» της Σαπφώς κάποια έβδομη του Ιούνη; Και ποια ήταν αυτή η αλεπού, ίδιο χρώμα με το φεγγάρι που φάνηκε στο παράθυρο του καλοκαιριού στις 28 Ιουνίου; Και γιατί 19 με 20 του Ιούνη, μοίραζαν το χώρο της ζωγραφικής τα φύλλα αυτά -αμπέλι ή συκιά;- χωρίς την ταυτότητά τους μέσα στην αφαίρεση;
Νοσταλγία;
Όχι. Δεν αλλάζουν πολλά στην καρδιά. Και η ομορφιά του κάθε Ιούνη είναι εκεί. Τη διάθεση ας κρατήσουμε ζωντανή για όποια καταγραφή, χειροπιαστή ή όχι. Δύσκολο, αλλά και πότε δεν ήταν; Κλείνουμε τα μάτια, βλέπουμε καλύτερα, και κάποια απ’ όλες τις ευωδιές αυτού του μήνα-ήλιου θα μας συνεπάρει, δώρο εκλεκτό. Με αυτή τη δύναμη, του Ιουνίου τη δύναμη, προχωρούμε.
------------------------------------------------------------.
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Ιουνίου 2016.
Σύνδεσμος για όλες τις εικόνες:
http://www.presspublica.gr/%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B9%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CE%B7-%CE%B4%CE%B9%CE%AC%CE%BB%CE%B5%CE%BE%CE%B5-%CE%BF-%CE%AE%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BD%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%B8%CE%B5%CE%AF/
Φωτεινή Στεφανίδη: «Ζωγράφισέ μου ένα βιβλίο». Με αφορμή μια εικόνα με παράξενη ισορροπία
Συνέντευξη στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΥΣΗ
«Η ιστορία, το κείμενο, περιστρέφεται γύρω απ’ τη ζωή, τη μοναδική ζωή και σχέση μάνας και κόρης, κι ας γίνεται αυτό μέσα από την απώλεια. Οι μνήμες τριγυρνούν και πατούν -όπως το διάβασα προσωπικά- στο δωμάτιο ενός σπιτιού με χαρακτήρα, ενός σπιτιού σε νησί, που τα παράθυρά του είναι βαμμένα με χοντροκόκκινο -παλιότερα ίσως με το αχνό πράσινο του τσιμέντου- τα τζαμιλίκια λευκά και τρυφερά φθαρμένα. Η θέα, μέσα και έξω πράσινη και γαλανή, με τ’ αγαπημένα της φύσης: την αγγελικούλα, τ’ αγιόκλημα, το σαλκίμι (γλυσίνα), τις καμπανούλες, βεβαίως τον πλάτανο και το γιασεμί που πρωταγωνιστούν στο κείμενο, αλλά και τον ουρανό και τη θάλασσα, κυρίως τη θάλασσα. Τα υλικά που χρειάστηκαν, και όχι όλα μαζί αλλά σιγά σιγά: Τρεις φωτογραφίες, δυο γράμματα και λίγες κάρτες από την Αμερική από το αρχείο της συγγραφέα· ακόμη, αγγελικούλα απ’ την αυλή, γιασεμί απ’ την γλάστρα και σύντομες βόλτες στη γειτονιά για γλυσίνα, αγιόκλημα και πλατανόφυλλα· λίγη άμμος από την παραλία του Μαραθώνα· φευγαλέες εικόνες κοκκινολαίμη, το πέταγμα μια πεταλούδας, μιας μέλισσας. ένα πορτοκάλι, αβγόξιδο, βαμβακερό χαρτί και σκόνες χρώματος». Με αφορμή μια δημοσιευμένη εικόνα της Φωτεινής Στεφανίδη ρωτάμε τη ζωγράφο πώς και τι. Πώς δημιουργείται εικονογραφικά ένα βιβλίο, αυτό το βιβλίο.
Τις προάλλες είδαμε στο διαδίκτυο μια εικόνα σου. Αμέσως αναρωτιέται κανείς: Γιατί είναι γυρισμένη στο πλάι; Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, η εικόνα αυτή στέκει σωστά. Από που προέρχεται;
Είναι από το βιβλίο της Φωτεινής Φραγκούλη «Το τραγούδι της Περσεφόνης», εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2005. Δυστυχώς, σήμερα βρίσκεται εκτός κυκλοφορίας. Βιβλίο βασισμένο σ’ ένα κείμενο συναισθημάτων, μνήμης, εικόνων. Ταξίδι μετανάστευσης και παλινόστησης, με χρώμα, άρωμα, τραγούδι, παραμύθι, παιχνίδι, γεύσεις, ένα ταξίδι με το νου.
Τις περισσότερες φορές, μία εικόνα είναι αρκετή για να βάλει σε κλίμα τον αναγνώστη, πλην κλείνει μέσα της πολλά μυστικά. Πάμε βήμα βήμα και θα έρθει η εξήγηση.
Ωραία. Κρατάς το κείμενο στα χέρια σου. Πώς ξεκινάς;
Σχεδιάζω την έκδοση. Έχει δοθεί οριζόντιο σχήμα· προσφέρεται για περιπλάνηση. Υπολογίζω χοντρικά τον χώρο του κειμένου. Έρχεται η ώρα της γραμματοσειράς. Ο λόγος αποπνέει παλιά, γλυκά χρόνια, και τα δικά μου παιδικά, κι έτσι σχεδόν χωρίς καμία δοκιμή πάω στην «attica» ή αλλιώς «νεοελληνική», αυτήν του αναγνωστικού μας. Μα τι γράμμα, μαργαριτάρι, σαν αυτά στο κολιεδάκι της μικρής Ροδιάς, της ηρωΐδας. Δένει. Και πάμε στο καθαρά εικαστικό μέρος.
Προτιμώ να μην κάνω τα πραγματικά ταξίδια. Επιχειρώ τα νοερά, τα ψυχικά. Μπαίνω με το νου στο δωμάτιο της επιστροφής, του πατρικού, που όμως έμεινε άδειο, έμεινε μόνο, κι έχει κι αυτό να πει πολλά. Απομονώνω μια φανταστική φρίζα περιπλάνησης και ό,τι πιάσει: Τοίχο, παντζούρι, τζαμιλίκι, θέα από το παράθυρο. Όλα στο ύψος του βλέμματος. Ζωγραφίζω λοιπόν τη φρίζα αυτή συμβολικά. Κόβω το χαρτί στο ύψος του βιβλίου και ορίζω ένα μήκος γύρω στα τρία μέτρα. Εκεί βάζω τα παραπάνω. Η φρίζα είναι μοναχική. Το μόνο ζωγραφιστό στοιχείο η λιτή ζωγραφική και τα λίγα σχέδια από παιδάκι στους τοίχους και στο παράθυρο.
Έχουμε λοιπόν μια ζωγραφιά τριών μέτρων. Και;
Έχω στήσει το κείμενο στο προκασέ, με τη φρίζα κοντά μου. Και κόβω. Απαλά, με το χέρι. Τα στήνω σιγά, δειλά, μέσα στο βιβλίο. Κι αρχίζουν οι λέξεις να γίνονται εικόνες και να πετούν κι ν’ αφήνουν τη σκιούλα τους στους τοίχους, να στέκονται στο περβάζι, τις βλέπουμε σκαρφαλωμένες στις αγγελικούλες του παραθύρου, ε, να, και σχοινάκι παίζουν στο πλάι του παντζουριού. Και, ναι, το νησί είναι η Μυτιλήνη, και τώρα που το σκέφτομαι, το είπε ο μυτιληνιός Θεόφιλος: «Τα ζωγραφιστά ψωμιά δεν πέφτουν». Πώς να πέσουν, ζωγραφιστές, μάνα και κόρη;
Η συνέχεια στον λόγο, στις εικόνες, στο βιβλίο. (Το ξεφυλλίζουμε αρκετά στις φωτογραφίες παρακάτω)
Η φρίζα άλλαξε;
Βέβαια άλλαξε, αλλά συνεχίζει να είναι ένα. Σαν τις σκηνές μιας μικρούλας ταινίας. Είναι ταινία και κυριολεκτικά. Δεν πετάχτηκε ούτε κομματάκι. Ακόμη και ο τίτλος και τα βιογραφικά, βρήκαν τον τόπο τους. Και τίποτε δεν έγινε με ηλεκτρονικό τρόπο. Όλα με το χέρι. Μόνο η συρραφή της ταινίας, το μοντάζ σε δυο μέρη, έγινε ηλεκτρονικά. Οι ενώσεις δηλαδή. Και το χρησιμοποιήσαμε για εσώφυλλο κατά το στήσιμο.
Το εξώφυλλο το κάνεις τελευταίο;
Σχεδόν πάντα, και πολύ συχνά επιλέγω εικόνα από το εσωτερικό. Εδώ όμως, όχι. Το δωμάτιο που θα μπούμε για να μας μιλήσει η ιστορία της Ροδιάς-κόρης είναι σε σπίτι. Και το σπίτι έχει εξώθυρα. Και έχει κι ένα κοριτσάκι, την ίδια τη μαμά Περσεφόνη, να μας καλωσορίσει.
Έντεκα χρόνια μετά, βλέπεις να έχει αλλάξει κάτι στα βιβλία που καλείσαι να εικονογραφήσεις και στο παιδικό βιβλίο γενικότερα;
Πολλά. Τι κι αν γράφονται θαυμαστά κείμενα, τι κι αν η ζωγραφική και η τέχνη του βιβλίου είναι ζωντανές, όλα τ’ άλλα έχουν πολύ περιοριστεί. Θα περιμένουμε ωστόσο, είμαστε εδώ, στην εξώθυρα του βιβλίου που επιμένει να μετέχει της τέχνης
------------------------------------------------------------.
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 20ή Μαΐου 2016.
Σϋνδεσμος για όλες τις εικόνες:
http://www.presspublica.gr/stefanidi-zografisevivlio/
Φωτεινή Στεφανίδη: «Μέρες Μαγιού»
Συνέντευξη στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΥΣΗ
«Και κλείσαμε χρονιά ολόκληρη με το μηνολόγιο. Και μιας και ζητήθηκε καινούργιος κύκλος, και μεγαλώνει σαν το δεντράκι η φιλία μας αγαπημένοι και αγαπημένες, σκέφτηκα ν’ ανοίξω τα αδημοσίευτα ημερολόγια που κρατούσα και κρατώ -παλιά περισσότερο, τώρα λιγότερο- και να ανατρέξουμε μαζί σε μέρες ζωγραφιστές -αλλά με τ’ όνομα, την ημερομηνία τους, τη γιορτή τους, τη φάση της σελήνης, τις ανατολές και τις δύσεις- μέσα στα χρόνια που πέρασαν». Ανατρέχουμε σε εικαστικά ημερολόγια της ζωγράφου Φωτεινής Στεφανίδη αναζητώντας μέρες Μαΐου.
Πόσο καιρό σημειώνεις με ζωγραφιές;
Σε ημερολόγια, από το 1994. Αδιάλειπτα τα πρώτα χρόνια. Πού και πού αραιώνουν, κάτι συμβαίνει και πυκνώνουν.
Ψάχνουμε λοιπόν μέρες Μαγιού. Τι σημαίνει Μάης για σένα;
Ο πρώτος από τους μήνες που μένει δίχως ρο και αφήνει το κρασί να δροσίζεται με κρύο νεράκι μέχρι και τον ηλιοκαμένο Αύγουστο. Πασπαλισμένος από την παπαρούνα κι απ’ την τρελή τριανταφυλλιά, αυτή τη ροδαλή που νομίζεις ότι είναι ψεύτικο το άρωμά της και σκαρφαλώνει και ανθίζει απότιστη στα ακατοίκητα. Αυτός που μπουμπουκιάζει τη ροζ άγρια πικροδάφνη στις ρεματιές ή εκεί που ήταν κάποτε ρεματιές. Αυτός που κοιμίζει του Ρήγα το παιδί όλο το χρόνο με το χελιδόνι του, το καταδικό του χελιδόνι, ο Απριλομάης. Αυτός που μετράει τα χρόνια με τα στεφάνια ή και με το μοναχικό λουλούδι στο χέρι.
Ξεφυλλίζουμε; Τι διαλέγεις;
Δεν διαλέγω, σχεδόν τυχαία στέκομαι, από ένα χρώμα, μια μνήμη, ένα μυστικό ακόμη κρυφό:
Να, οι παπαρούνες που μαδούν στ’ ανθογυάλι, πλάι στην ανεξήγητη γραφή που πολεμώ να λύσω, οι αγγελικούλες και τ’ άσπρα γεράνια της αυλής μέσα στο πήλινο βάζο του Μαρουσιού και δίπλα τους οι απαλές κουκουναριές του Ευβοϊκού. Τα πρώτα συναπαντήματα με τη θάλασσα και απέναντι το μοναχικό κορίτσι με το κόκκινο κολιέ. Ο Μάης ο ίδιος και συμπτωματικά, πλάι, τ’ ανοιχτό παράθυρο της δροσιάς του. Λίγα από τα εκαντοντάδες σχεδιάκια για το «Κάτι παράξενο» -μαγιάτικα έτυχε η εξημέρωση της αλεπούς-, και η εξημέρωση της γοργόνας επίσης. Η πράσινη και η πορτοκαλί ξυλομπογιά αρκετές για τ’ ανοιχτά μάτια, την καρδιά και το παράθυρο του Μάη, Μάη μήνα ζωγραφίσαμε και το ταβανάκι της εισόδου με το λουλακί πλαίσιο, με τα πουλιά και τ’ αμπελόφυλλα, το προσχέδιο εδώ, ξεχασμένο.
Για σήμερα, ποιο από τα σχέδια αυτά θα κρατούσες;
Το πρώτο. Γιατί οι παπαρούνες που μαδούν στο ανθογυάλι του σπιτιού είναι ο Μάης που κουβαλώ στην ψυχή μου πριν γεννηθώ.
________________________
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 3η Μαΐου 2016.
Σύνδεσμος για όλες τις εικόνες:
http://www.presspublica.gr/%CF%86%CF%89%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%86%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B4%CE%B7-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%8D/
Φωτεινή Στεφανίδη: «Απρίλη μου ξανθέ, Απρίλη ψεύτη»
Συνέντευξη στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΥΣΗ
«Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα […]»
Διονύσιος Σολωμός, «Ελεύθεροι πολιορκημένοι»
«Των ρόδων μήνας, της τρελής τριανταφυλλιάς, της παπαρούνας, της πρωταπριλιάς, της βροχούλας, του ατιθάσευτου κριαριού, της μαύρης μνήμης, και πάλι τραγούδι, “καρδιά μου πώς αντέ- καρδιά μου πώς αντέχεις μέσα στην τόση αγάπη μες στις τόσες ευωδιές”. “Άνοιγμα”, θα πει τ’ όνομά του, “ξεκίνημα”. Είναι η κεφαλή της χρονιάς. Με τη δύναμη και την ορμή. Όλα τα ξεκινά, και τίποτε δεν τελειώνει, μέσα στο πιο φρέσκο πράσινο της φύσης. Θα τα τελειώσουν οι άλλοι μήνες, ο καθένας με τη σειρά του». Ρωτάμε τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη για τον Απρίλη μήνα.
Τι ανθίζει λοιπόν;
Και τι δεν ανθίζει! Μπουκέτα τα τριαντάφυλλα στις αυλές. Στρωμένοι νεραντζολούλουδα οι δρόμοι. Οι γαρυφαλλιές στις γλάστρες, μέχρι που θέλουν στηρίγματα για τα βαριά κεφαλάκια του ανθού τους. Οι κάλες (πάπιες) και οι πασχαλιές. Οι αγγελικούλες. Οι βιολέτες. Όλα που στολίζουν τον Επιτάφιο. Και οι πορτοκαλιές στο φόρτε τους, κι όλα σχεδόν τα δέντρα· οι ακακίες, οι λεύκες, οι ελιές… Κι αγριολούλουδα, από πού ν’ αρχίσεις… Λιβάδια οι παπαρούνες κι οι μαργαρίτες, το χαμομήλι, όλα, όλα… Ανθίζει και στην καρδιά μια ευφορία από φυσικού της, αγωνιζόμαστε οι μεγάλοι να την υποδεχτούμε, να την αποδεχτούμε, και όλα ετούτα μέσα στου αηδονοκότσυφα το τραγούδι.
Από καρπούς; Τι τρώμε;
Τα πορτοκάλια, μέλι. Οι ελιές οι ώριμες στο δέντρο, μέλι. Οι φράουλες στα παρτέρια ευωδιάζουν και γλυκαίνουν. Τις αγκινάρες δεν τις προλαβαίνεις· έρχονται και οι άγριες λίγο αργότερα. Τα μαρούλια, τα κρεμμυδάκια, ο άνηθος κι αχ ο μάραθος, μαζί με τα φρέσκα ανθότυρα και τα γιαουρτάκια!
Γιατί ψεύτης;
Μόνο ψεύτης; Και γκρινιάρης, και λαμπριάτης (αν και φέτος την έπαθε…), και αθέατος, και σκληρός κι ευαίσθητος…
Λοιπόν, ψεύτης για το ξεκίνημά του. Αφού από την πρώτη του μέρα ξεκινάμε τα ψέμματα: «Έλα να πούμε ψέμματα / ένα σακί γιομάτο / φόρτωσα έναν μπόντικα / σαράντα κολοκύθια / κι απάνου στα καπούλια του / ένα σακί ροβύθια». Ωραία τα ψέμματά του, παραμυθένια, να χουμε διάθεση και φέτος για τέτοια ψέμματα, όχι για τ’ άλλα των τελευταίων χρόνων που δεν διαλέγουν μήνα.
Γκρινιάρης όμως είναι! Κανένα του φαγώσιμο δεν είναι ώριμο. Ή τα τελευταία του χειμώνα μάς δίνει, ή τα πρώτα του καλοκαιριού που δεν έχουν γίνει ακόμη. Τινάζεις τα κοφίνια λένε τον Απρίλη, τρως ό,τι απόμεινε και …γκρινιάζεις. Ωραία όμως κι αυτά, μέλι, είπαμε!
Για το «λαμπριάτης», θα τα ζήσουμε όλα τον Απρίλη, εκτός από τη Λαμπρή που του την αρπάζει ο Μάης και κάνει την πρώτη του, φέτος εκείνος, διπλή τριπλή γιορτή! Η μεγαλοβδομάδα όμως δική του. Αυτός θα βάψει τ’ αβγά κόκκινα, μόνο κόκκινα. Αυτός θα βάλει στα βάζα τις παπαρούνες με τα στάχυα του αγρού. Αυτός θα προσφέρει τ’ άνθη και θα δώσει τον τόνο στο «ω, γλυκύ μου έαρ», μπροστά μπροστά στον επιτάφιο. Αυτός θα στεφανωθεί και την τρελή τριανταφυλλιά που είναι του Μάη σχεδόν πάντα. Ε, να μην του πάρει και ο Μάης κάτι; Γιατί τους λέμε κιόλας και τους δυο μαζί «Απριλομάη»; Δεμένοι, φίλοι αδελφικοί.
Η μαύρη μνήμη;
Θέλει και ρώτημα; Το ‘χουν τα ωραία όλα, να τα μαγαρίζουν οι άθλιοι. Τι να πρωτοθυμηθούμε απ’ τους απριλιανούς και το απανταχού αναρτημένο πουλί τους, που κάτσανε χρόνια εφτά, και της γενιάς μου τουλάχιστον σκίασαν τα παιδικά χρόνια. Κλείσε να μην ακουστεί το ραδιόφωνο, μιλάτε σιγότερα, χτυπά τηλέφωνο – καρδιοχτύπι, ο πατέρας στην ασφάλεια κάθε βδομάδα, οι ποιητές άρρωστοι στην εξορία, τα τραγούδια φιμωμένα, ο σκεπτόμενος κόσμος να βασανίζεται, προδοσίες, γκρεμίστηκε η Αθήνα και τα κάλλη της, τσιμεντώθηκε η ζωή μας. Ακόμη αυτό δεν διορθώθηκε, ούτε θα διορθωθεί. «Τι έγινε μπαμπά;» τον ρώτησα. «Από εδώ και πέρα κοριτσάκι μου, να μπορείτε και μόνοι σας, μου είπε. Μπορεί να φύγω. Να έχεις δύναμη». Όταν τον πρωτοκάλεσαν, ρώτησε ο αστυνόμος τη μάνα μας: «Έχετε παιδιά;» «Ναι». «Πόσων χρονών;» «Δέκα και πέντε». Δηλαδή αν ήμασταν λίγο μεγαλύτερα, τι; Θαρρώ ωστόσο, Γιώργο, πως συνεχίζουμε ως «ελεύθεροι» πολιορκημένοι.
Τραγουδάμε, διαβάζουμε, ζωγραφίζουμε;
Τραγουδάμε δυνατά «Απρίλη μου ξανθέ» με τη μουσική και τους στίχους του Μίκη Θεοδωράκη, διαβάζουμε Ρίτσο και «… Ένα καροτσάκι / τέσσερις Απρίληδες το σέρνουν / στο στρατί-στρατί του γαλαξία / τέσσερις Απρίληδες με σέρνουν / μες στον ουρανό» από το «Πρωϊνό άστρο», και ζωγραφίζουμε δυο χαμομήλια, μια παπαρούνα και δυο ρόδα της γλάστρας στο ποτήρι του νερού.
________________________
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Απριλίου 2016
Φωτεινή Στεφανίδη: «Μάρτης είναι χάδια κάνει. Πότε κλαίει, πότε γελάει»
Συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση
«Το πράσινο φωτίζεται· φεύγουν τα σκούρα του χειμώνα. Για να γράφουν επάνω του καθαρά τα πρώτα κόκκινα από τις ανεμώνες του αγρού και τη μία, τη φανατικιά παπαρούνα, τα μυριάδες κίτρινα από τις βρούβες, τις μαργαρίτες και τις καλέντουλες, τα μαβιά από τα τσαμπάκια των βολβών, τα λευκά κεντίδια από τα μπουκέτα της ανθισμένης καυκαλήθρας, οι φαρδιές μοβ και λευκές πινελιές από τις ίριδες και τις κάλες (πάπιες), και στις γλάστρες οι φρέζιες όλων των χρωμάτων με το γλυκό τους άρωμα· με δυο λόγια όλη η σπορά του Ζέφυρου επάνω στη Χλωρίδα. Και γράφουν κι άλλα. Το γαλανό και τ’ άσπρο της σημαίας. Το κόκκινο με το λευκό κορδονάκι στον καρπό του χεριού μας. Το φεγγάρι της ισημερίας. Ο ήλιος ο ξεχωριστός. Ο Ευαγγελισμός, Παναγιά μου. Τα κελαηδίσματα που απλώνονται και γεμίζουν με ήχους τρυφερούς, ήχους αγάπης τα πρωινά μας με πιο γλυκόλαλες τις τρίλιες του κότσυφα από το κίτρινο μυτάκι του. Οι πρώτες φράουλες. Η Καθαρή Δευτέρα και η Σαρακοστή με τις μοσχοβολιές τους. Και μην ξεχνάμε, τον Μάρτη ξημερώνει όλη η χρονιά, μα είναι και πεντάγνωμος και γδάρτης». Ρωτάμε για τον πρώτο μήνα της Άνοιξης τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη.
– Η «φανατικιά» παπαρούνα;
Φέτο την είδαμε από τον Φλεβάρη με την τόσο πρώιμη άνοιξη. Διαβάζουμε:
«Άνοιξη παρά τέταρτο! Σε λίγο, πίσω από τις μάντρες, στα έρημα οικόπεδα, οι ξινήθρες κι οι τσουκνίδες θα δώσουνε μια γροθιά στις καταλασπωμένες πέτρες και μεσ’ απ’ τα σπασμένα γυαλιά και τις αναποδογυρισμένες τρύπιες λεκάνες, νικώντας τα στερνά σκουπιδομαζώματα, θ’ ανατείλει γυμνή στην αιχμή της αχτίδας της η πρώτη μαργαρίτα της τύχης. Λοξά, και στο πείσμα του ανέμου, που γι’ αλλού ταξίδευε το σπόρο της, θα μπουκάρει μεσ’ από δυο σκιστές μαλτεζόπετρες να σαλέψει κάτω κάτω απ’ τα ρουθούνια της χειμωνιάς το κόκκινο μπαϊράκι της η φανατικιά παπαρούνα». (Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά)
– Μάρτης-γδάρτης;
Και παλουκοκαύτης! Μια χρονιά, δεν το ξεχνώ, χιόνιζε με μικρές νιφάδες και τις τριανταμία μέρες του. Αλλά και «μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα».
– Πεντάγνωμος;
Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος, πέντε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνιωσε πως δεν εξαναχιόνισε.
– Έχει κι άλλες παροιμίες;
Όσες και οι ορέξεις του. Πρόχειρα, ό,τι θυμάμαι:
Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ εκείνον τον ζευγά που ’χει πολλά σπαρμένα / Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι / Από Μαρτιού πουκάμισο κι από Αυγούστου κάπα / Λείπει ο Μάρτης απ’ τη Σαρακοστή; / Το Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε μήνες δεν ξεβάφει.
– Για τούτο και ο Μάρτης στον καρπό; Πώς τον φτιάχνουμε;
Και στο δάχτυλο καμιά φορά. Παίρνεις δυο κλωστές χοντρουλές· μια κόκκινη, μια άσπρη, τις ενώνεις με κόμπο. Τις στρίβεις όπως είναι τεντωμένες, τις διπλώνεις στην ένωση, αγκαλιάζει η μια την άλλη και οι δυο μαζί το χεράκι σου. Είναι αρχαίο αυτό το πράγμα, θαρρώ το συναντάμε στα Ελευσίνια μυστήρια. Αλλά και σ’ άλλες χώρες. Έχει να κάνει με τον ήλιο σαν θεό. Ας το συνεχίσουμε… Και για να μη μείνει πέντε μήνες το μαύρισμα του μαρτιάτικου ήλιου και για να βρουν κλωστούλες για τη φωλιά τους τα χελιδόνια επάνω στην τριανταφυλλιά σαν έρθουν τον Απρίλη.
– Ο Ευαγγελισμός της Παναγιάς; Η σημαία;
Λατρεία μέσα από την θεϊκή εικόνα της Μονής Δαφνίου με τα χρυσά, γαλανά, μενεξελιά, βυσσινιά, πορφυρά χρώματα, και τον Αρχάγγελο Γαβριήλ να φτεροκοπά σαν πουλί.
Την ίδια, μεγάλη μέρα, η σημαία πάλι θα κυματίσει, θα βραχεί και θα μαλώσει με την παλιά γαζία. Οκτώβρη και Μάρτη, τα λένε μεταξύ τους. Εκεί όμως είναι η θέση της. Να θυμίζει επανάσταση, έστω και μόνο τη λέξη. Θα κρατηθούν άραγες τα χρώματά της;
– Η Καθαρή Δευτέρα; Η Σαρακοστή;
Στο τραπέζι λαγάνα (γνήσια, χωρίς μαγιά σχεδόν), φρέσκο κρεμμυδάκι, ελιές, μαρούλι, άνιθος, ταραμάς, ζωχοί, φάβα, θράψαλο, μύδια, μαύρο ψωμί, χαλβάς, κρασί. Στον ουρανό τα χίλια χρώματα απ’ τους χαρταετούς. Και πώς μ’ αρέσει όταν σκαλώνουν στα ψηλά κλωνιά και μένουν εκεί, παράξενα στολίδια. Κι αμέσως να, η Σαρακοστή με τις θεσπέσιες Παρασκευές των Χαιρετισμών, βήμα βήμα να μας πηγαίνει στη μεγάλη γιορτή της Λαμπρής.
– Τραγούδια;
Έχει πολλά κι απ’ αυτά, ανάλογα με τις παροιμίες του.
«Μια Κυριακή του Μάρτη και μια σαρακοστή εγώ ήμουν στο κατάρτι κι εσύ στην κουπαστή» (γελαστός Μαρτης από Γκάτσο και Κηλαηδόνη με την Γαλάνη).
«Θα ‘τανε δώδεκα του Μάρτη μεσημέρι Κυριακής […] τρίτη θέση σε βαγόνι μες στο κρύο και στο χιόνι» (παλουκοκαύτης από Μπουρμπούλη και Κουγιουμτζή με την Χαρούλα Αλεξίου).
«Μπάτης είσαι κι ευωδιάζεις Παναγιά μου, όταν περνάς, τα μαλλιά σου όταν τινάζεις Μάρτης και μοσχοβολάς» (χαμογελαστός από Ζιώγα και Ρεμπούτσικα με Κότσιρα)
Και το πολύ αγαπημένο «Κάθε Μάρτη, κάθε Απρίλη, κάθε Μάη
το τρενάκι της ψυχής μου ξεκινάει» (από Τζεφρώνη και Γλέζο με έναν Πουλόπουλο όνειρο)
– Ζωγράφισέ τον μας.
Ψηλός, ανοιχτό πουκάμισο και ζακέτα χοντρή από πάνω. Βαδίζει μες στο πράσινο, μοσχοβολάει φρέζια όταν περνά. Χτυπά την καμπάνα τις Παρασκευές, ζυμώνει το ψωμί. Σε ξεγελάει, ποτέ δεν έρχεται ακριβώς στην ώρα του. Και δίνει τη γροθιά στις καταλασπωμένες πέτρες και στα σπασμένα γυαλιά και τις αναποδογυρισμένες τρύπιες λεκάνες, και νικά τα στερνά σκουπιδομαζώματα. Καλημερίζει για όλη τη χρονιά και στην ισημερία του ξαναγεννιούνται όλα. Ίσως φέτος αρπάξουμε την ευκαιρία και της δικής μας αναγέννησης.
________________________
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Μαρτίου 2016
Φωτεινή Στεφανίδη: «…ο Άγιος Φεβρουάριος κι εγώ»
Συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση
«…γύροι των άστρων κι ο άνεμος μια σκοτεινή βραδιά του Φλεβάρη,
γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας τις σκάλες που τρίζουν
και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς ολόγυμνα στην αυλή».
Γιώργος Σεφέρης
«Τα μαύρα χρωματίζονται ελαφρά κι έχουμε το πρώτο πράσινο. Βαθύ, αλλά πράσινο. Είναι ο Φλεβάρης του καρναβαλιού. Της γιορτής. Της παγωνιάς που μυρίζει καλοκαίρι, της μυγδαλιάς, της ανεμώνας. Του νερού από το λιωμένο χιόνι που ανοίγει φλέβες μες στη γη. Ένα σκαλοπάτι πριν την άνοιξη. Αυτός φτιάχνει τα χρόνια δίσεκτα, όχι κατ’ ανάγκη και δυσοίωνα. Ο Άγιος Φεβρουάριος. Με τα ψάρια να ανατέλλουν στον ουρανό από την εικοστή του μέρα». Μιλάμε με την ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη για τον Φλεβάρη μήνα.
– Πάμε καρναβάλι. Ντυνόσουν; Ντύνεσαι;
Κολλημένη στα παλιά. Στο φτενό μαστίγιο της κόκκινης πάντα αμαζόνας. Στην φούστα της κολομπίνας από τούλι με τα μικρά αστραφτερά χάρτινα ρομβάκια, με δίπλα τον αδελφό μου τσολιά. Κι αργότερα, που εκείνος σταμάτησε να ντύνεται, ντύθηκα μαργαρίτα που την έραψε η μάνα και σχεδίασε ο πατέρας, με μεγάλα πέταλα γύρω απ’ τον λαιμό, και αρλεκίνος που το σχέδιό του πήρε η μάνα μου από πίνακα του Πικάσο. Φοιτήτρια, γίνομαι λύκος του παραμυθιού που φοράει καπέλο με παγωνόφτερο, ή καραμέλα να μη χωράει από την πόρτα με τόσες ζελατίνες, πειρατής, κότα, και τελευταία, πριν αρκετά χρόνια κι αυτό, αλεπού.
– Γιορτές;
Της Υπαπαντής, μεγάλη μέρα. Του Άη Χαραλάμπη. Γιορτάζει και ο Βλάσης με τον Μελέτη λίγο αργότερα, και ο Άγιος Βαλεντίνος θέλοντας και μη. Αλλά κι ο Πάμφιλος -που αγαπήθηκε μέσα από το παραμύθι με τις ξεχασμένες λέξεις της Ιφιγένειας Μαστρογιάννη- μέσα στον Φλεβάρη γιορτάζει.
– Φλεβάρη στήθηκε και το ερωτικό σου εικονοστάσι στην Γκαλερί «7». Τι θα δούμε; Πότε;
Οι έρωτες του εικονοστασίου είναι ελληνικοί. Πολύ πριν και από το πριν ξεκινούν οι ιστορίες τους. Εικονοποιώ με όσες δυνάμεις έχω αυτό το πριν, συνειδητά ότι η ιστόρηση αυτή γίνεται τώρα, σήμερα. Και όχι μόνο ως τεχνοτροπία. Έδωσαν οι έρωτες αυτοί κίνητρο στην ψυχή να ψάξει. Θα δούμε γύρω στις τριάντα αβγοτέμπερες επάνω στο θέμα δουλεμένες τα τρία τελευταία χρόνια. Ξεκινάμε αύριο 2 του μηνός -της Υπαπαντής- και τελειώνουμε Σάββατο, 27.
– Ποίηση;
Είναι ένας Παλαμάς που φωτίζει όλον τον Φλεβάρη, να ένα απόσπασμα, αλλά να το αναζητήσουμε ολόκληρο:
«Τι τάχα να είσαι θλιβερή, ψιλή βροχή,
Που αργά κι αγάλι αγάλι
Μας έρχεσαι την εποχή
Που τα νυφιάτικα η μυγδαλιά έχει βάλει;
Η φύσις κλαίει τη χειμωνιά που την παγώνει,
Ή κλαίει από χαρά στο Μάρτη που σιμώνει;»
– Τραγούδι;
Άγιος Φεβρουάριος, μόνο. (Μάνος Ελευθερίου, Δήμος Μούτσης, Πετρή Σαλπέα)
«Στα εννιακόσια δέκα οχτώ από την Μικράν Ασία
μου ‘στειλες κάρτες με στρατό και με την Αγιά Σοφία
Κι αυτά συμβαίνουν στον καιρό
Μ’ από τότε μέχρι εδώ
σπίτι μείναμε μόνο δυο
ο Άγιος Φεβρουάριος κι εγώ…»
– Το πράσινό του, τι έχει επάνω;
Της αμυγδαλιάς τα ροζ και τ’ άσπρα με την ανείπωτη ευωδιά τους. Τα πρώτα κιτρινάκια της βρούβας. Τα ξιδάκια σε πλήρη άνθιση. Τις πορτοκαλί τρομπέτες στους φράχτες ή σκαρφαλωμένες σε άλλα δέντρα. Τις καλέντουλες με το αστραφτερό τους κροκάτο κίτρινο. Τα λευκά βιβούρνα, άλλες ευωδιές εδώ. Τις πρώτες, μεθυστικές φρέζιες. Της λεμονιάς τους καρπούς που, ώριμοι, μυρωδάτοι, τρώγονται με τη φλούδα, το ίδιο και της πορτοκαλιάς. Και το έντονο χρώμα απ’ τα νεράντζια να στολίζει όλη την Αθήνα.
– Η μορφή του;
Ωραίος. Έτοιμος να βγάλει το παλτό, πασπαλισμένος χαρτοπόλεμο, στο λαιμό δυο σερπαντίνες, βήμα ζωηρό, στην Πλάκα της Αθήνας η βόλτα του. Ελαφρά βρεγμένοι οι ώμοι και τα μαλλιά του. Το κρασί στο ποτήρι καλά λαμπικαρισμένο, ο μεζές που προτιμάει αψύς, γλεντά τις νύχτες, προλαβαίνει και κλαδεύει τα δέντρα του, πιο πολύ νοιάζεται για τ’ αμπέλι. Φέτος έχει και μια μέρα παραπάνω.
________________________
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Φεβρουαρίου 2016
Φωτεινή Στεφανίδη: «Ερωτικό εικονοστάσι»
Συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση
«Με όχημα τον αρχαιοελληνικό μύθο ταξιδεύουν ώς τις μέρες μας αρχετυπικά “σχήματα” της ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς, συχνά περίπλοκα, άλλοτε τρυφερά και ήπια κι άλλοτε πάλι κοφτερά, απρόσμενα, “παραβατικά”. Ο έρωτας, σε όλες τις μορφές του, ως αναγκαίο αντίδοτο στον θάνατο αλλά συχνά και ομόζυγός του με τα όρια ρευστά, έδωσε άφθονη τροφή στον μύθο, γονιμοποιώντας διαχρονικά την τέχνη.
Στα πάθη του μυθικού έρωτα βούτηξε τον εμπνευσμένο χρωστήρα της η Φωτεινή Στεφανίδη για να μας δώσει πάλι ζωγραφικά αφηγήματα αρθρωμένα σ’ ένα ποιητικό πολύπτυχο που δένει λυρικά το θεϊκό με το επίγειο, το μακρινό εκείνο με το παλλόμενα σημερινό. Γιατί οι έρωτες της Στεφανίδη, είτε φορούν αρχαίο ρούχο είτε μακό φανελάκι, λαλούν την ίδια γλώσσα που είναι και η δική της γλώσσα.»
Έτσι προλογίζει ο Χρήστος Μπουλώτης την ατομική έκθεση της Φωτεινής Στεφανίδη που φέρει τον τίτλο «Ερωτικό εικονοστάσι» και πραγματοποιείται στην Γκαλερί «7» (Σόλωνος 20 & Βουκουρεστίου τηλ. 210 3612050) από τις 2 ώς τις 27 Φεβρουαρίου.
- Πώς ξεκίνησες αυτή τη δουλειά, από πότε;
Πρακτικά, με απτό αποτέλεσμα δηλαδή, εδώ και οχτώ χρόνια.
Χρειάστηκε αναπάντεχα να μείνω μέσα στο σπίτι για αρκετό καιρό. Τότε ήρθε η ιδέα της καταγραφής των ερωτικών συναντήσεων που συναντάμε στον ελληνικό χώρο μέσα από τους πολυπληθείς μύθους καθώς και από τις εικονοποιήσεις που οι γνωστές σε μας ξεκινούν από τ’ αρχαία χρόνια. Διαβάζοντας από τις πηγές, οι εκδοχές στον ίδιο μύθο ήταν πάλι πολλές. Είδα σφαιρικά όσες πληροφορίες μπόρεσα να βρω χωρίς εξαντλητική έρευνα, άρχισα να σκηνοθετώ στον λόγο τα πράγματα και παράλληλα έφτιαχνα σχέδια με το μολύβι, κάτι που έφερε λίγο αργότερα μερικές λιθογραφίες και μία έκδοση των πρώτων αυτών αφηγημάτων στα αγγλικά και τα εσθονικά.Ωστόσο, η σχέση αυτή έχει ξεκινήσει πολύ καιρό πριν. Ζώντας τον πατέρα να εικονογραφεί ελληνικούς μύθους ασταμάτητα για τη δεκαοχτάτομη σειρά της ελληνικής μυθολογίας, βρισκόμουν ήδη στην αίσθηση και την ατμόσφαιρά τους από τα παιδικά χρόνια. Ίσως και στην ουσία τους. Και, παράξενο, όταν κλήθηκα με τη σειρά μου να εικονογραφήσω μυθολογία με τα αφηγήματα του Διονύση Σαββόπουλου, το έκανα με φυσικότητα, σαν έτοιμη από καιρό. Μα ετούτα, τα του εικονοστασίου, προχωρούν αλλού, πιο βαθιά, πιο μακρυά, γίνονται πιο προσωπικά.
- Ενδεικτικά, ποιοι είναι οι ήρωες αυτών των συνευρέσεων που έγιναν αφηγήματα και έργα;
Χωρίς να πούμε ονόματα, είναι γυναίκες όλων των ηλικιών, θεές, νύμφες, θεοί, ήρωες αθάνατοι, νεαροί και ώριμοι θνητοί από θεϊκές γενιές, βασιλιάδες, πρίγκιπες αλλά και βοσκοί, αγρότες, κυνηγοί. Όλοι Έλληνες. Και δεν λέμε ονόματα, αν και όλα τα έργα έχουν τίτλους, γιατί οι ήρωες σαν να φεύγουν από τα ονόματά τους, ακόμη και μέσα στις αφηγήσεις. Έρχεται ο πατέρας των θεών και φορά λευκό πουκάμισο, οι Μαινάδες ή οι Ωκεανίδες ερωτεύονται ντυμένες με τα σημερινά, οι θεές μεταμορφώνονται σε κορίτσια της γειτονιάς και ο Έρωτας τριγυρνά παντού με μακό φανελάκι που συχνά φορούν κι άλλοι ερωτοχτυπημένοι του εικονοστασίου. Πάντως ιστορούνται και πασίγνωστα ζευγάρια αλλά και πιο άσημα με παράξενα εντυπωσιακές ιστορίες.
- Πώς έφτασες στα έργα που θα δούμε από την Τρίτη, 2 του Φλεβάρη στην «7»; Πόσος χρόνος χρειάστηκε γι’ αυτά;
Τα πρώτα σχέδια και τα γραπτά μείναν στην άκρη, σαν το ζυμάρι που περιμένουμε να ξεκουραστεί για να φουσκώσει. Ολοκληρώθηκαν άλλες ενότητες έργων που ήταν στα σκαριά από πιο πριν· η Παράξενη Αγάπη (Γκαλερί 24 το 2012), το Μηνολόγιο (Γκαλερί Periple στο Βέλγιο το 2013), εικονογραφήσεις, εκδόσεις, κ.α. Και όταν ήρθε η στιγμή για κάτι νέο, επέστρεψαν ορμητικές, αλλιώτικες, σε νέα εκδοχή, τη δική τους εκδοχή, που ούτε εγώ υποψιαζόμουν όταν τις πρωτογνώριζα. Χρειάστηκα περίπου τρία χρόνια για να φτάσω εδώ.
- Βλέπουμε επάνω στο ίδιο έργο, δυο ζωγραφικές· αφαιρετική, υπερρεαλιστική η βάση, και επάνω της ρεαλιστικότερα στοιχεία (ποτήρι, πιάτο, δαχτυλίδι…)
Ας πούμε ότι είναι τα ίχνη από τις θεϊκές τους επισκέψεις, τις θεϊκές μας ώρες. Αυτό που τρώμε, πίνουμε, φοράμε, μας δίνει και του δίνουμε κι εμείς. Φεύγει παίρνοντας από εμάς αφού μας κάνει πλουσιότερους. Αλλά όσο τα λέμε αυτά, τα μικραίνουμε, που έλεγε και ο αγαπημένος μας δάσκαλος, ο Γιάννης Μόραλης.
- Γιατί εικονοστἀσι;
Όπως είναι συγκεντρωμένα, έτοιμα για ένθεση σε φανταστικό τέμπλο, με κεντρική μορφή -ορατή και αόρατη- τον Έρωτα, αρκετά αφηγηματικά, διαφορετικά το ένα από το άλλο, ήρθε ο τίτλος μοναχός του.
- Τα κείμενα αυτά, τα πρώτα αφηγήματά σου, τα βρίσκουμε στην έκθεση;
Πριν λίγες μέρες εκδόθηκαν στα ελληνικά, συνολικά πενήντα δύο ιστορίες σε ένα βιβλίο, μαζί με τα πρώτα πρώτα σχέδια, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, που θα βρίσκεται στον χώρο της έκθεσης για κοινή χρήση. Φέρει τον τίτλο «Έρος μυθόπλοκος». Έγινε για να δοθεί η δυνατότητα, σε όποιον το επιθυμεί, να πλησιάσει τον μύθο από τη δική μου (αρχική) σκοπιά, και μετά να αισθανθεί την οικειοποίηση, την αλλαγή, τον απρόβλεπτο δρόμο που μπορεί να πάρει η κάθε ιστορία. Ειλικρινά, αν ξαναπιάσω κάποιο από τα ήδη ζωγραφισμένα και το ξαναφτιάξω, θα γίνει τελείως διαφορετικό. Δεν έχει τέλος αυτό, δεν μπαίνει τελεία με τίποτε.
- Χαρακτική θα έχεις αυτή τη φορά;
Ετοιμάζω μια συλλογή από τέσσερις λιθογραφίες επάνω στο θέμα ενταγμένες σε συλλεκτική έκδοση. Καθώς είναι απολύτως χειροποίητες, το ρίσκο παραμένει μέχρι την τελευταία στιγμή. Ελπίζω πως θα ολοκληρωθούν έγκαιρα.
- Ἐκθεση στην καρδιά της κρίσης. Τι σημαίνει για σένα;
Τύψεις. Που ασχολούμαι με τέτοιο θέμα και τα παιδιά πνίγονται. Και όμως, ακόμη και μια μπουκιά ψωμί να φας, θέλεις να ονειρευτείς. Αυτό το όνειρο προσπαθώ να διαφυλάξω, για τα παιδιά μας και για τα παιδιά που φιλοξενούμε. Από την ασφάλεια του ζεστού σου σπιτιού, θα μου πεις. Πέρασε και η οικογένειά μου προσφυγιά και πείνα, και βρίσκονται και τα δυο στο κύτταρό μου. Μα κι όταν ακόμα ο πατέρας πουλούσε πορτοκάλια και λεμόνια μακριά απ’ το σχολειό, έβρισκε και διάβαζε ποιήματα, και μάλιστα σπουδαία ποιήματα.
________________________
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 28η Ιανουαρίου 2016
Φωτεινή Στεφανίδη: «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά»
Συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση
«Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες…»
Οδυσσέας Ελύτης, «Άξιον εστί»
«Σκουραίνουν κι άλλο τα κόκκινα του φθινοπώρου στο πλάτωμα του ηλιοστασίου και την αρχή του χειμώνα και με τη σιωπηρή συνάντησή τους με τα επερχόμενα πράσινα γίνονται μαύρα. Λαμπρά μαύρα για να γράψουν επάνω τα χρώματά τους οι αμυγδαλιές, ο κοκκινολαίμης, οι γάτοι τις νύχτες, οι έκπτωτοι άγγελοι, τα βασιλικά χρώματα της αλκυόνης και οι φωτεινές της μέρες, το ρόδι της Πρωτοχρονιάς, οι κόκκινες κλωστές στο λιόκλαδο, τα Φώτα και η γιορτή του Αγιαννιού, και πάλι γιορτές και απώλειες, πάλι κάλαντα, φιλιά και αγκαλιές. Και γιορτές μεγάλες. Και κρύο δυνατό.» Ρωτάμε τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη για τον Γενάρη και την αρχή του χρόνου.
- Ποίηση, μάς έχει ο Γενάρης;
Εκτός από το Άξιον Εστί που χτυπάει στην καρδιά των καιρών επάνω, μας φυλά το πολύ αγαπημένο του Καβάφη: «Απελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού σαν φεύγει η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο… σβήνει και χάνεται η μορφή σου η ερωτική».
- Οι ζωγραφιές στο μαύρο που μας είπες;
Το μαύρο αυτό έχει φως. Είναι το μαύρο της αναγέννησης. Όταν το κόκκινο της φωτιάς σβήνει από το πράσινο και αυτό το δεύτερο κερδίζει έδαφος από την πρώτη μέρα. Πόσο πιο λαμπερός κάμπος για ν’ αρχίσεις να ιστορείς μέσα σου βαθιά. Κι έξω σου ο αντίποδας. Το λευκό τ’ ουρανού, του χιονιού. Κι εκεί επάνω να λάμπει το ζεστό χοντροκόκκινο -σχεδόν πορτοκαλί- του κοκκινολαίμη και τ’ απαλό μαβί του κρόκου στις χιονισμένες βουνοκορφές. Να γράφουν τα κόκκινα μπαλάκια της κουμαριάς, τα ζεστά πράσινα του κισσού, τα χρυσά της αγριοπασχαλιάς, τα μαύρα της μυρτιάς και της δάφνης, και της ελιάς οι καρποί που απομένουν και ωριμάζουν στο δέντρο και γλυκαίνουν. Κι άλλα μαύρα ζωγραφίζουν, αυτά απ’ τ’ απόκοσμα σχήματα των ψαρονιών στους λευκούς ουρανούς του Γενάρη. Και τ΄ άσπρα στο άσπρο, τα μοναδικά λουλούδια της αμυγδαλιάς με τη ροδαλή καρδιά στο μαύρο κλωνί με τα φουσκωμένα «μάτια» έτοιμα να πετάξουν φυλλαράκια της άνοιξης. Και αστράφτουν τα μεταλλικά γαλανά της αλκυόνης τις μέρες που βγαίνει ο ήλιος για χάρη της.
- Οι αλκυόνες, οι αλκυονίδες μέρες;
Αυτό κι αν είναι… Η Αλκυόνη ήταν βασίλισσα στην Τραχινία, κι ήταν κόρη του Αίολου, του θεού των ανέμων. Βασιλιάς και σύζυγός της ο Κύηκας, γιος του Αυγερινού αυτός. Ο Κύηκας πνίγηκε στο ψάρεμα. Η Αλκυόνη ζήτησε το τέλος της πέφτοντας να πνιγεί κι εκείνη. Τινάχτηκαν στον ουρανό του Γενάρη και οι δυο, πέταξαν σαν μικρά πουλιά στα βράχια ντυμένοι βασιλικά. Για τούτο και αστράφτουν τα χρώματά τους. Και οι μέρες που κλωσσάν τ’ αβγουλάκια τους, κι αυτές πόσο θεϊκά καλοσυνάτες μέσα στον Γενάρη.
- Οι γιορτές; Τα καλαντίσματα;
Άγιε μου Βασίλη μου, με τις πίτες σου τις φουσκωτές ή τις άλλες τις πιο ζουμερές κι όλες μοσχοβολούν μαχλέπι και μαστίχα και κρύβουν μέσα τους χαρές. «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά» και τα δώρα Πρωτοχρονιά τα ξέραμε. Και κάτι καινούργιο να φοράμε. Μια ανάσα αργότερα τα Φώτα, τ’ αγιασμένα νερά, τα καλικαντζαράκια που κατεβαίνουν κάτω, τα παιδιά κάτω στον κάμπο (που) δεν μιλάν με τον καιρό μόνο πέφτουν στα ποτάμια για να πιάσουν τον σταυρό (Μάνος) και με τα υπέροχα κάλαντά τους: «Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός και χαρά μεγάλη κι αγιασμός…» Τ’ Αιγιαννιού την άλλη μέρα, να γιορτάζει η μισή Ελλάδα και ο πατέρας τότε γιόρταζε, κι η στάχτη τότε σκόρπισε στο κύμα μαζί με τα γαρύφαλλα, τις ανεμώνες και την αγάπη. Κι έρχονται μετά κι οι άλλες οι γιορτές και γιορτάζει η Τατιανή, ο Αντώνης, ο Θανάσης κι ο Γρηγόρης και οι Ιεράρχες του σχολειού.
- Πώς τον βλέπεις τον Γενάρη;
Αν ήταν πουλί, αλκυόνη. Λουλούδι, νάρκισσος. Στο στόμα γεύση από καρύδι και κούμαρο. Τραγούδι, πρωτοχρονιάτικο καλάντισμα. Πιοτό, μαύρο κρασί ή τσίπουρο. Αν είναι δέντρο, σκούρο κυπαρίσσι, κι αν είναι παλικάρι, έχει καστανά μαλλιά, γαλανά μάτια και φωνή σωστή και δυνατή να τραγουδάει τις ομορφιές και τα δίκια του κόσμου. Η ανάσα του χνοτίζει τσίπουρο, το παλτό του μαύρο κληρονομιά απ’ τον πατέρα του, τα χέρια παγωμένα μα η καρδιά πάντα ζεστή, κι ας είναι η καρδιά του χειμώνα.
Καλή χρονιά σε όλους με αγάπη
-----------------------------------------
Αναρτηθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Ιανουαρίου 2016
Φωτεινή Στεφανίδη: «Έρχονται Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά»
Συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση
«Δέντρα λογιών λογιών, καραβάκια και βαρκούλες, αγιοβασίληδες κι αυτοί αγαπημένοι, τα απαραίτητα της παιδικής μας ηλικίας των γιορτών, από πού να αρχίσω, ο πατέρας, η μάνα και ο αδελφός παντού…». Μιλάμε με τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη για τα στολίσματα του τότε πιο πολύ.
-Πες μας για τα δέντρα…
Το πρώτο ήταν ψεύτικο. Το στόλιζε ο πατέρας. Βαμβάκι για χιόνι, γυάλινες μπάλες σ’ όλα τα χρώματα, υπέροχες, εύθραυστες, λεπτές, η μία στολισμένη με μικρά ελατήρια, σταγόνες, κουκουνάρια, όλα γυάλινα και αστραφτερά. Στην κορυφή η «κορφή». Ένα κόσμημα μυτερό, σαν αυτά που είχαν τα νεοκλασικά στο τελείωμα από τις στέγες τους, αστραφτερό βεβαίως κι αυτό. Έβαζε και κάνα δυο πουλιά χάρτινα με αληθινά φτερά. Α, και «βροχή» που την αγαπούσε πολύ. Το στερέωνε σε μια φάτνη από χοντρό φελιζόλ, γλυπτό κανονικό, δικό του. Μπροστά εφάρμοζε μια παράσταση ημιδιάφανη αγοραστή με γαλλική φίρμα από παπιέ μασέ και σελιλόζα. Έβαζε μέσα μια λάμπα με πορτοκαλί φως. Μαγεία. Τη μέρα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς η πόρτα της «σάλας» άνοιγε. Η μητέρα γέμιζε τα βάζα με αγγελικούλα (ανοιχτοί οι καρποί της διακοσμητικότατοι), μυρωδάτο εχίνοπα και «γλυκά ματάκια» από την αυλή μας. Το σπίτι ζεσταινόταν ομοιόμορφα, οι μοσχοβολιές από την κουζίνα σκόρπιζαν κι αυτές και η ευτυχία πετούσε με τρελούς γύρους μέσα στις καρδιές
-Τα επόμενα;
Πήραμε κι αληθινό κάνα δυό φορές. Μύριζε το ρετσίνι, το λυπόμουν (είναι το αίμα του, μαμά;) Στολίδια και λαμπάκια τα ίδια, τα φυλάγαμε σε μια κούτα στο πατάρι τυλιγμένα στα τσιγαρόχαρτα. Πιο πολύ αγαπούσα το κλαρί της συκιάς με κόκκινες μπάλες και φιόγκους. Κι ακόμη περισσότερο, αυτό της μουριάς από την αυλή μας με τα φύλλα που είχαν μείνει επάνω του βαμμένα ασημένια, και πράσινες, γαλανές κι ασημένιες μπάλες. Κι άλλη μια φορά οι φιγούρες της Γέννησης με σκέτες ρίζες από την καλαμιά του ρέματος, φάνταζαν πολύ ωραίες στο φως του κεριού.
-Εσύ, τώρα, τι στολίζεις;
Το κλαρί της ελιάς, όπως το έλεγε η γιαγιά μου ότι το έκαναν στην Τρίγλια και στον Πόντο ο παππούς. Αρχαίο στόλισμα πρέπει να είναι. Διαλέγεις ένα γερό, ίσιο κλωνί. Στη μέση δένεις ένα πορτοκάλι, το κλαρί καμπυλώνει και φτιάχνει μιαν αψίδα. Κάθε δυο φύλλα κρεμάς -με κόκκινη κλωστή- μύγδαλα, φουντούκια, καρύδια, κάστανα (τα σπας λίγο για να δένονται). Η αψίδα αγκαλιάζει την εικόνα της μιας Παναγιάς βρεφοκρατούσας, βάζουμε ένα αντίγραφο της “Επίσκεψης”, το πορτοκάλι από επάνω της, ίδιος ήλιος. Αυτό το στόλιζαν παραμονή Πρωτοχρονιάς, εμείς το στολίζουμε παραμονή Χριστουγέννων και το βαστάμε ώς τα Φώτα.
-Καραβάκια;
Έχουμε ένα με φωτάκια-κερασάκια. Καμιά φορά φτιάχνουμε χάρτινο. Παίρνεις ένα μεγάλο στρατσόχαρτο κραφτ και το διπλώνεις σε βάρκα μεγάλη, δένεις και δυο σπάγκους, σημαία ελληνική. Το φορτώνεις καρύδια, κάστανα, μανταρίνια, λεμόνια, ρόδια. Παίρνεις και τρως. Κι εδώ μπαίνουν λαμπάκια.
-Πάμε στους Αγιοβασίληδες.
Αγιοβασίλη έφτιαχνε συχνά για το σχολειό ο πατέρας. Πριν τον πάμε, να πάρει θέση στη σκηνούλα όπου λέγαμε τα τραγούδια και τα ποιήματα, περνούσαμε από τη «σάλα». Να φωτογραφηθούμε κι εμείς μαζί του. Τον έφτιαχνε από φελιζόλ. Πού το έβρισκε, το έπαιρνε σε κάτι μεγάλα φύλλα, σχεδίαζε με ένα μαλακό μολύβι το σχέδιο -άλλο κάθε φορά- σε λίγα λεπτά, ζέσταινε ένα μαχαίρι κοφτερό κι έκοβε τη φιγούρα του. Μετά, στο φτερό, βουρτσιστά, λίγη τέμπερα, αέρινο το ζωγράφισμά του. Σε μια δυο ώρες το πολύ, έτοιμος. Σαν έφευγε για το σχολειό ο Αγιοβασίλης να βρει την τύχη του, η «σάλα» στη μοναξιά της. Παγωμένη, για να μην κρυώνει το υπόλοιπο σπίτι, με τον μπουφέ, το τραπέζι με τα καμπυλωτά πόδια, τις ασήκωτες καρέκλες τις ντυμένες με δέρμα, το χαλί, το δέντρο. Καναπές δεν υπήρχε, μόνο μια ντιβανοκασέλα να κοιμάται η γιαγιά ή ο παππούς όποτε ερχόντουσαν. Στον ένα τοίχο, το τοπίο από το Κοντοπούλι με την μπουγάδα, γνωστό τι πήγε να κάνει εκεί ο μπαμπάς. Στον άλλο ένα χαρακτικό… σε κάτι ξύλινα δοχεία σαν βαρέλια, κάθονται δυο, ξυπόλυτοι. Κάνει κρύο κι εκεί, παίζουν φυσαρμόνικα. Ποτέ δεν ρώτησα. Επιστρέφουμε στο θέμα, δεν ήταν οι μόνοι αγιοβασίληδες αυτοί, που στο κάτω κάτω ήταν περαστικοί. Κάθε τόσο ερχόταν ένας πλαστικός με βαλβίδα. Διπλωμένος καλά καλά, έβρισκε το σχήμα του με το φούσκωμα. Κι ακόμη, ο …μπαλονένιος. Και ο χάρτινος ο κινέζικος που άνοιγε και έκλεινε, πώς μ’ άρεσε… Ο πιο αγαπησιάρης όμως, ήταν αυτός που έφτιαχνε η μάνα. Για σώμα, ένα κόκκινο μήλο, γυαλισμένο με την πετσέτα της κουζίνας. Για κεφαλάκι, ένα καρύδι. Ούτε μάτια, ούτε γένια, ούτε τίποτε. Ένα χωνάκι στο κεφάλι από κόκκινο χαρτί κι ελάχιστο βαμβάκι. Δε λέγεται η χάρη! Πάω να το φτιάξω τώρα να το δεις!
-Έξω στολίζετε;
Λίγα πράγματα. Μιαν αγριελιά της γλάστρας. Παλιά τίποτε… Μόνο η λίγο τραβηγμένη κουρτίνα, πόσο ανθρώπινο, διακριτικό, καμία εξωστρέφεια… Το πιο ακριβό στόλισμα όμως έγινε εκεί έξω, στην αυλίτσα μας, κάπου το ’65. Ο χιονάνθρωπος με το πούρο-κρύσταλλο. Ακόμη κρυώνω, ακόμη ανατριχιάζω, όχι πια από παγωνιά, από νοσταλγία.
________________________
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 21η Δεκεμβρίου 2015
Φωτεινή Στεφανίδη: «Δεκεμβριανά… χωρίς άστρο»
Συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση
«Βαθαίνει ο Δεκέμβρης με ένα κόκκινο που σκοτεινιάζει για να φτάσει στο λαμπρό μαύρο με το ηλιοστάσι του χειμώνα. Με τον σπόρο του καλοκαιριού μέσα του. Με τα πιο φωτερά αστέρια της χρονιάς στον ουρανό και στη γη. Μ’ ευωδιές, πουλιά, βιβλία και γιορτές, με την μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου δική του. Με στολίδια, ζεστές καρδιές και πόνο. Με τα δέντρα και τα καραβάκια να σημειώνουν τις χρονιές και τους ανθρώπους που αγαπάμε». Μιλάμε με τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη για τον μήνα Δεκέμβριο.
-Πες μου για το ηλιοστάσι.
Το λέει τ’ όνομά του. Στέκεται λιγάκι ο ήλιος όπως μικραίνουν οι μέρες. Φαίνεται ακίνητος, ειδικά το μεσημέρι. Και πρόσεξέ το, έχει λάμψη ξεχωριστή για πέντε μέρες. Και ύστερα παίρνει το δρόμο του γυρισμού. Εδώ είναι το μεγάλο μυστικό. Την πρώτη μέρα του χειμώνα να αρχίζει η μέρα να μεγαλώνει. Είκοσι δυο του μήνα περίπου. Δυο μέρες μετά, η μεγαλογιορτή μας, τα Χριστούγεννα. Με το φως της αγάπης. Αυτό το τελευταίο, αχ, να ‘μενε ακίνητο για πάντα.
-Οι άλλες του γιορτές;
Γιορτερός πολύ, γιορτάζει τον Νικόλα, τη Βαρβαρα, τον Σπύρο, την Αννούλα, τον Λευτέρη, τον Στέφανο, τον Μανώλη, τον Σάββα, την Ανθούλα, τον Διονύση, κι άλλους που σίγουρα ξεχνώ.
-Τ’ αστέρια;
Κεντημένος ο ουρανός την πιο βαθιά νύχτα της χρονιάς «Πάνω απ’ το σπιτάκι μου σεντόνι διαμαντένιο» (ελληνική παροιμία). Κυρίαρχος ο αστερισμός του Αιγόκερω – του γιδόψαρου (λένε πως είναι ο ίδιος ο Πάνας όταν βούτηξε στον Νείλο). Έχει κι η γη μας όμως άστρα: Το γιασεμί υποβλητικότερο από τα λογής λαμπιόνια μαζί με τη μεθυστική του ευωδιά, και τον ακόμη μεθυστικότερο νάρκισσο ή μανουσάκι ή ζαμπάκι ή αβιόλα κατάλευκη μονή ή διπλή με κίτρινη καρδιά να ευφραίνει ψυχές. «Η σωτηρία μας κρέμεται κι απ’ τ’ς πρώτης αβιόλας την υποδοχή, αφέντη μ’. […] Χαλάλι κι εβίβα, λοιπόν, στην ευωδιά τ’ς και στο έργο που τάχτηκε να ‘περετά» (Παναγιώτης Κουσαθανάς). Τα «γλυκά ματάκια» πάλι, άλλος νάρκισσος, με μαύρη καρδιά. Είναι και η γαζία στις δόξες της και το κίτρινο γιασεμί, «τ’ άστρα τα χρυσά…» (Οδυσσέας Ελύτης). Και το χώμα κάτω σπαρμένο αστέρια. Οι πρώτες μικρές καλέντουλες και τα αστεράκια του «μη με λησμόνει» με το χρυσό κέντρο και τον γαλάζιο ουρανό γύρω γύρω. Και τα φύλλα της λεύκας. Που από ασημένια γίνονται χρυσά και αστράφτουν στον ουρανό στροβιλιζόμενα στρώνοντας αμέσως χαλί μοναδικό, από κοντά και τα πλατάνια.Και όλα ετούτα να τα ορίζει τ’ άστρο της Βηθλεέμ, αυτό που είναι τρία άστρα ενωμένα, κι έχουν ελληνικά ονόματα: Κρόνος, Ζευς, Αφροδίτη.
-Τα πουλιά;
Άλλα φεύγουν και γράφουν στον ουρανό σχήματα απόκοσμα που αλλάζουν και αλλάζουν. Άλλα μένουν κι έρχονται πιο κοντά στα σπίτια και μυτίζουν το τζάμι πεινασμένα. Τ’ αηδόνια της πόλης, ο κοκκινολαίμης και ο κότσυφας. Η επίσημα ντυμένη καρακάξα. Και τα σπουργιτάκια να χουχουλιάζουν στις φωλιές των χελιδονιών.
-Ποίηση;
Δεν ξέρω, τα Χριστούγεννα ζητούν πεζογράφημα. Να διαβάσω τώρα δυο κομματάκια από το βιβλίο-στολίδι της Ελένης Σαραντίτη «Η καλεσμένη των Χριστουγέννων»: «Ή μην τάχα γιατί τότε ακριβώς, ανήμερα Χριστούγεννα, μας επισκέφτηκε η θεια-Μαγδαληνή βαστώντας ένα μπουκέτο φρεσκοκομμένα μανουσάκια κι εκείνο το τραπεζομάντιλο από την προίκα της Ιφιγένειας. Ναι. Το υπέροχο αυτό άλικο τραπεζομάντιλο που τώρα κατέχω εγώ, με όλα τα εγχάρακτα αγγελάκια και τα μυρτολούλουδα, που, όταν το άπλωνε για να το αερίσει στο μπαλκόνι, εγώ στυλωνόμουν από κάτω και το χάζευα. Την ομορφιά του, θυμάμαι, δεν τη χόρταινα» […] «Έτσι, ασφάλισα επάνω στο παλιό πέτρινο παγκάκι την πιατέλα, έβγαλα τη φλογέρα, την έτριψα μια ιδέα στο μανίκι μου κι ας λαμποκοπούσε, την έφερα στα χείλη κι αυτή άρχισε να δονείται ελαφρά στα δάχτυλά μου, και “Χριστός γεννάται σήμερον…” άκουσα μια ψιλή μα πεντακάθαρη φωνούλα. Η θεια-Μαγδαληνή! Είχε πιάσει ωραία το σκοπό, μα είχε χαμηλώσει λίγο το κεφάλι, σαν να έστελνε τα ιερά, παρήγορα λόγια στα μανουσάκια και στους τενεκέδες με την κρυφή αγάπη, στις πέτρες και στα σαλιγκάρια που κρύβονταν στα φύλλα της αρμπαρόριζας, ωσότου τελειώσαμε.»
-Ο πόνος;
Οι ορφανές ψυχές των Χριστουγέννων. Οι μικροί Χριστοί χωρίς άστρο. Οι πόλεμοι. Κανονικοί και εμφύλιοι. «Δεκέμβρης του ’44 / με μια μοτοσυκλέτα του ΕΛΑΣ / η μάνα μου ετοιμόγεννη / γυρίζει ο θανατάς…» (Σαββόπουλος). «Τότε (τον Δεκέμβρη του 1944) ζήσαμε τον πόλεμο. Μιλούσα με τη Νότα στο ταρατσάκι (περιοχή Κεραμεικός) κατέβαζε τα ρούχα και τη βλέπω να σωριάζεται. Τρύπα στον πνεύμονα από αδέσποτη σφαίρα. Την έκοψε ένας γείτονας στον ώμο, την πήγε στην Πολυκλινική, της κάναν πνευμοθώρακα. Έγινε καλά, μα πέρασαν δυο χρόνια. Το πολυβολείο των ανταρτών ήταν στην ταράτσα μας» (η μάνα μου μιλά). Πονάνε κι άλλα Δεκεμβριανά, πιο πρόσφατα, εκεί που σκότωσαν τ’ αγοράκι με τ’ όμορφο πρόσωπο και κάηκε η Αθήνα και φάνηκε ο εμφύλιος να βαστά ρίζες, το 2008.
-Ποια δέντρα, ποια στολίδια θυμάσαι;
Είχαμε δέντρο ψεύτικο στην αρχή. Με μια φάτνη από παπιέ μασέ ενσωματωμένη σ’ ένα σπήλαιο που είχε φτιάξει ο πατέρας από φελιζόλ. Ό,τι δέντρο κι αν φτιάξαμε, αυτή ήταν η βάση. Ξεχωρίζω μια φορά που κλαδεύοντας τη μουριά της αυλής μείναν λίγα φύλλα επάνω στα κλαδέματα που τα έβαψε ασημένια ο πατέρας και κρέμασε γαλανές, πράσινες και ασημένιες μπάλες. Τότε ήταν από φυσητό γυαλί. Α, και «βροχή». Πόσο την αγαπούσε. Το μόνο φως, αυτό πίσω από την ημιδιάφανη φάτνη. Πολύ ξεσηκώνει αυτή η ερώτηση. Σταματώ εδώ και θα σ’ τα πω όλα όταν πλησιάζουν οι μέρες αν το επιθυμείς.
-Πώς τον ζωγραφίζεις σήμερα;
Ποιητής είναι ή ζωγράφος. Σοβαρός και παιγνιώδης. Φορά γυαλιά ή έχει λίγο σκαμμένο το πρόσωπο. Παλτό μαύρο, σκούρο πουκάμισο. Τα χέρια του δουλεμένα. Γραφομηχανή ή καβαλέτο. Ή και τα δυο. Στο βάζο αβιόλες. Θέλει άλλαγμα το νερό. Το δωμάτιό του μυρίζει καπνό, μανταρίνι και λεμόνι. Το κρασί του κατακόκκινο, μαύρο. Στην δερμάτινη τσάντα από το Μοναστηράκι, τυλιγμένα λίγα δώρα, σαν σωθούν παίρνει άλλα, να μην ξεμένει, όλο και κάποιον θα συναντήσει, ακόμη και στον δρόμο. Το φαγητό του στιβαρό και ζεστό. Ας πούμε τραχανάς και κάστανα ψητά. Και τη βραδιά των Χριστουγέννων την περνά μόνος το πιο πολύ, ακόμη κι όταν είναι με συντροφιά.
-----------------------------------------
Αναρτηθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Δεκεμβρίου 2015
Φωτεινή Στεφανίδη: «Νοέμβρης μήνας δεν θα μείνει»
Συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση
«Στις δεκαεφτά ή στις δεκαοχτώ πέφτει η Πούλια στο γιαλό, και πίσω παραγγέλνει: μηδέ στανίτσα στα βουνά, μήτε γεωργός στους κάμπους»
«Κόκκινος κι ο Νοέμβρης, μ’ ένα κόκκινο που βαθαίνει και γίνεται κεραμιδί ή θερμή όμπρα. Κάστανα, καρύδια, βροχή, μανιτάρια, φωτιά, αγωνία, μελαγχολία, γλύκα, ελιές και λάδι. Ο Σκορπιός στον ουρανό, μαζί και η Πούλια να βασιλεύει αντάμα με τον Ήλιο και να σηματοδοτεί την έλευση του κρύου. Το τελευταίο σκαλοπάτι για τον χειμώνα αυτός ο μήνας φέρνει πολλά και διαφορετικά στο νου και στην καρδιά.»
Μιλάμε με τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη για τον Νοέμβρη.
-Να αρχίσουμε από τη γλύκα;
Μια πρώτη του Νοέμβρη ήρθε στη ζωή μου η Αγάπη. Με ένα άγριο κυκλάμινο που ανθίζει δεκαπέντε χρόνια τώρα στην πιο ταπεινή γωνιά της αυλίτσας και τα θυμίζει όλα. Με τα πρώτα κάστανα και καρύδια να θυμίζουν κι αυτά. Και συνεχίζει.
-Η αγωνία; η φωτιά;
Τη βραδιά του Πολυτεχνείου, στο μισοχτισμένο μας σπιτάκι στο Ν. Ηράκλειο, ψίθυροι και τηλεφωνήματα στο κενό, ο αδελφός μου στα δεκάξι του γύρισε από το Εθνικό Ωδείο της πλατείας Βάθη με τα πόδια στο σπίτι μετά τα μεσάνυχτα. Στα έντεκά μου, έφτιαχνα ένα παιχνίδι από πανί. Δεν έχω δει πιο χλομή τη μάνα μας. Μόλις ακούστηκε η πόρτα, ήρθε το χρώμα της αυτοστιγμεί. Και πάλι αμέσως ρίχτηκαν όλοι στο ραδιόφωνο το Tesla, μια στο σταθμό του Πολυτεχνείου, μια στην Deutsche Welle. «Αδέλφια μας στρατιώτες, είμαστε άοπλοι», o σπαραγμός. Έξω αι ΗΠΑ, έξω το ΝΑΤΟ στις δυο κολόνες γραμμένα ανεξίτηλα (αμ δε, πού έξω, μέσα και πιο μέσα).Φωτιά κάθε χρόνο στην Αθήνα, κι ακόμη πιο απλωμένη, στις ζωές μας. Δύσκολος μήνας για το κέντρο, η μνήμη αυτή δεν ρωτάει, ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους και καπηλευόμενη σκεπάζει άλλα τόσα ακατανόμαστα. Και συνεχίζεται το μεγάλο γιατί στα νησιά μας και στα σύνορα και ξέρουμε την απάντηση, και ναι, βοηθάμε όσο μπορούμε, αλλά σταγόνα στον ωκεανό, έστω κι αυτή θα πεις. Όλα προς το καλό βαδίζουν, λένε οι αισιόδοξοι και ίσως στο μεγάλο μέλλον είναι αλήθεια αλλά πολύς ο πόνος και το κενό. Και η βροχή, κοινός παρονομαστής. Σβήνει, λασπώνει, παγώνει και ευτυχώς ποτίζει.«Καιρό τώρα δε χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου.» (Τάσος Λειβαδίτης)
-Οι ελιές;
Ο μήνας τους. Πλυμένες απ’ τη βροχή, στην πιο ασημένια τους ώρα. Φορτωμένες καρπό που μισομαυρίζει. Το αγουρέλαιο, καθαρό χρυσάφι. Το μάζεμα, πάντα ιερό. Ακόμη και στη γειτονιά, ελίτσες στην τσέπη του μπουφάν από την έξοδο για τα καθημερινά. Λίγες λίγες στο καλαθάκι, αλάτι χοντρουλό, κομματάκια άγουρο λεμόνι, δυο κλωναράκια ρίγανη, λίγο λάδι, έτοιμα δυο τρία βάζα για την συντροφιά του νέου κρασιού που λαμπικάρει μέρα τη μέρα.
-Τα κάστανα; Τα καρύδια;
Τα κοσμήματα του φθινοπώρου. Τα καρύδια μόλις ωρίμασαν. Το γνωστό “κρακ” και έτοιμα να σμίξουν με το μέλι του Οκτώβρη. Ποτέ δεν παίρνουμε καρυδόψυχα, ποτέ. Τα κάστανα πάλι, με τον θερμό τους εκπρόσωπο. Έρχεται καστανάς ακόμη στη γειτονιά, στον σταθμό κοντά. Αφήνει τα καλαμπόκια του Σεπτέμβρη, ξεκινά τα κάστανα απ’ τον Νοέμβρη, και ως τα Χριστούγεννα κι ακόμη πιο αργά γλυκαίνει, ζεσταίνει καρδιές και σώματα. Σαν να είναι μια ασφάλεια, μια συντροφιά σταθερή, διακριτική και σίγουρη.
-Τι φυτρώνει, τι ανθίζει, τι καρπίζει;
Αρχίζουν τα αγριοράδικα και οι ζοχοί με τις βροχές, μοσχοβολούν τα βράδυα μας στο πιάτο. Βγαίνουν και οι μανίτες για όσους τους γνωρίζουν, από κοντά κι εμείς που αγαπάμε την ανείπωτη γεύση τους της εξοχής. Από λουλουδάκια, κάποιο αγριοράδικο -απομεινάρι του καλοκαιριού- γράφει με κοβάλτιο ή κίτρινο ζωηρό στο χώμα, οι πρώτοι κρόκοι, άσημα μα ποτέ απαρατήρητα. Α, και το γιασεμί βαστάει. Και βεβαίως τα χρυσάνθεμα. Πορτοκαλοκόκκινοι οι φράχτες απ’ τα πυράγκαθα, και τα βιβούρνα δένουν τους μοβ γιαλιστερούς, σχεδόν μεταλλικούς καρπούς τους. Δεμένα και τα λεμόνια, τα πορτοκάλια, τα νεράντζια, τα μανταρίνια, ώριμα τα κυδώνια, τα ρόδια συνεχίζουν κι αυτά. Οι συκιές κιτρινίζουν τα φύλλα τους με ποικιλία μοναδική.
-Μυρωδιές;
Τα μήλα τα ψητά που ροδίζουν στο φούρνο με το μισό καρύδι στη θέση των κουκουτσιών και το σιροπάκι από μελάσα και μαύρες σταφίδες, και το γλυκό κυδώνι με την αρμπαρόριζα που σιγοβράζει στη φωτιά, κάνουν να ευωδιάζει το σπίτι του Νοέμβρη.
-Τραγούδι;
«Το τρένο φεύγει στις οχτώ». Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Ελευθερίου, και μόνο με την αξέχαστη Μαρία Δημητριάδη. Εδώ η μελαγχολία, εδώ και η ανάταση.
-Η μορφή του;
Αγρότης, τα μαλλιά του είναι μαύρα, νοτισμένα και μυρίζουν κάπνα. Μπορεί να ‘χουν κι ένα κίτρινο φυλλαράκι ελιάς σκαλωμένο επάνω τους. Σοβαρός, όχι αμίλητος. Μαζεύεται για τον χειμώνα, γιορτάζει τους Ταξιάρχες, τους Ανάργυρους γιατρούς και την Αγία Αικατερίνη, τον Αγιαντρέα που αντριεύει το κρύο και τον Άη Μηνά που το μηνά, κερνά δεύτερο ποτήρι, κερνά και τρίτο, ανάβει το τζάκι και τη φουφού, σπέρνει βιαστικά ό,τι έμεινε πίσω για να προλάβει τη βροχή, κι αν έχει ζωντανά κατεβαίνει στο χειμαδιό.Θα μπορούσε να είναι και φοιτητής του τότε με μάτια που καίνε, μακριά μαλλιά, χωρίς ομπρέλα στη βροχή και που βαστά την κοπελιά του από το χέρι κοιτάζοντας μπροστά, εικόνα που σβήνει κάθε χρονιά και περισσότερο.
-----------------------------------------
Αναρτηθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 31η Οκτωβρίου 2015
Φωτεινή Στεφανίδη: «Οκτωβριανά χρυσάνθεμα και ρόδια»
Συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση
«Τώρα που τέλειωσε το καλοκαίρι,
τώρα που μπαίνει ο μην Οκτώβρης,
σαν αυτοκράτωρ με πορφύρα,
και πέφτουν οι βροχές του φθινοπώρου,
και αναπνέω τις μυρουδιές
της μουσκεμένης γης, σκεπτόμενος…»
Ανδρέας Εμπειρίκος
«Κόκκινος, κατακόκκινος. Σαν τα ρόδια που ωριμάζουν και σκάζουν και τα ρουμπίνια τους γυαλίζουν έτοιμα να ξεχυθούν και τα τσιμπολογούν τα κοτσύφια. Σαν το μπρούσκο κρασί που είναι να ανοιχτεί ανήμερα του Άη Δημήτρη. Σαν τα φύλλα που στρώνουν το χαλί του φθινοπώρου, σαν το πιο ώριμο καλοκαίρι, το μικρό καλοκαιράκι που κλείνει πάντα στην αγκαλιά του ο Οκτώβρης. Κάποτε τον έλεγαν κόκκινο και για άλλο λόγο». Μιλάμε με τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη για τον Οκτώβρη μήνα.
Πώς θυμάσαι τον Οκτώβρη στα παιδικά τα χρόνια;
Με την παρέλαση, τι άλλο. Βάσανο και κρυφό καμάρι. Μια καλοκαίρι, μια χειμώνας. Άλλον Οκτώβρη να ιδρώνουμε με το πουκαμισάκι, άλλον να βάζουμε από μέσα δύο πλεχτά. Άλλοτε να λαχταράμε πέδιλο, άλλοτε η λευκή ελβιέλα να γεμίζει λάσπη. Και οι μνήμες, οι κουβέντες των γονιών, από κοντά. Μα ποιος το είπε αυτό το ΟΧΙ; έλεγα μέσα μου. Μαζί και η σημαία που στηνόταν και ακόμη στήνεται στο βεραντάκι, και σκαλώνει στα αγκάθια της γαζίας και σκίζεται. «Ηρωϊκή», τη λέει η μάνα μου.
Μυρωδιές;
Μυρωδιές να θες. Μεθάει το γιασεμί με τις σταγόνες της βροχής και ευωδιάζει δυο και τρεις φορές παραπάνω. Το νυχτολούλουδο κάθε νύχτα κόβει την ανάσα. Και τα χρυσάνθεμα, αχ τα σγουρά τους κεφαλάκια μοσχοβολούν Οκτώβρη. Και όλα, όλα, μυρίζουν πιο όμορφα, πιο δυνατά, η βροχή τα ζωντανεύει. Κι ανάμεσα, εκεί στο μικρό καλοκαιράκι ξεγελιούνται κι ανθίζουν ανοιξιάτικα ρόδα και πασχαλιές, λίγα σπάρτα καλοκαιρινά και πιο πολλές γαζίες. Αμ’ το κρασί του Άη Δημήτρη ανήμερα μόλις ανοίγει, τι βγάζει! Όλο το καλοκαίρι συμπυκνωμένο αναδύεται από το πρώτο ποτήρι. Και το ξέρουμε, με το νέο κρασί μεθάς κι ας είναι σχεδόν φρούτο.
Χρώματα, εκτός από κόκκινο;
Ροζ απαλό, τα κυκλάμινα βαστούν ακόμη στις αρχές του μήνα. Και μετά κεντούν τις βουνοπλαγιές και τα βράχια με τα σκουρόχρωμα στολισμένα φύλλα τους που βαστούν όλο το χειμώνα κι απ’ την πίσω τους πλευρά την ντροπαλή, κρύβουν το πιο θεσπέσιο γκρενά. Οι καστανιές χρυσίζουν τους μικρούς αγκαθωτούς τους ήλιους που μισοκρύβουν τον γυαλιστερό καστανοκόκκινο καρπό με την ωραιότερη ψίχα που μας ταΐζει η φύση. Από κοντά και τα καρύδια, ξανθά ακόμη, με την φρέσκια μυρωδάτη γεύση. Να ξαναπούμε για τα χρυσάνθεμα τα μυριόχρωμα και τα ρόδια που έχουν επάνω τους όλη τη γκάμα του Οκτώβρη. Μήλα και αχλάδια, κυδώνια και δαμάσκηνα, παραπέμπουν σε παλιές ζωγραφιές που αγαπήσαμε. Αυτόν τον μήνα οι γεύσεις και τα χρώματα γίνονται ένα.
Το μικρό καλοκαιράκι;
Φέτος η θάλασσα πονάει πιο πολύ. Το αποφάσισαν αυτοί οι κάποιοι, αυτοί οι άλλοι. Θα ‘ρθει όμως ξανά και φέτος, Άη Δημητράκη μου, το μικρό καλοκαιράκι μου. Και θα ζεστάνει τις καρδιές. Ίσως γίνει μπάνιο στη θάλασσα και αποχαιρετισμός του μεγάλου καλοκαιριού με σπονδή νέου κρασιού στο απαλό κύμα. Ας αγκαλιάσουμε αυτόν τον μικρό καλοκαιρινό Οκτώβρη. Και να είμαστε κοντά στον κόσμο που υποφέρει, υπάρχουν τρόποι. Αχ, να διώχναμε τους φριχτούς από τη θάλασσα, τη ζωή και τον Οκτώβρη μας, στο όνομα της ομορφιάς που μας έχει χαριστεί.
Τραγούδι, κανένα;
Πάντα το L‘ete Indien του τρυφερού και αιωνίως νέου Joe Dassin.
Ποίηση για τον Οκτώβρη;
Επανερχόμαστε στον Οκτώβρη του ’40 με το συντροφικό τραγούδι του Γιάννη Ρίτσου:
«Μια φούχτα ανθρώποι, μια φούχτα ξυπόλυτοι άγγελοι,
με δυο φούχτες ήλιο στην κάθε τσέπη τους
με εικοσιένα μοναχά φυσίγγια στο ταγάρι τους
μ’ ένα σκισμένο πουκάμισο ουρανό
τραβούσαν δώδεκα χιλιόμετρα δόξας σε κάθε δευτερόλεπτο
και δεν ξεπέζευαν ποτές απ’ την ψυχή τους.»
Πώς τον ζωγραφίζεις μετά την κουβέντα μας;
Δυνατό, ψυχοπονιάρη, όμορφο σαν χειμώνα με ανοιχτό πουκάμισο. Σε φόντο κόκκινο δαγκώνει σκληρό μήλο, σπάει καρύδι και μύγδαλο, ανοίγει το καινούργιο μέλι. Μα πιο πολύ, δικαιωματικά, ανοίγει το νέο κρασί και κάνει εκείνος το τελευταίο μπάνιο.
-----------------------------------------
Αναρτηθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Οκτωβρίου 2015
Φωτεινή Στεφανίδη: «Τον Σεπτέμβριο θυμάμαι…»
Συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση
“Εγώ, όταν μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέμβριος, έλεγε ο Αύγουστος”
Κική Δημουλά
“Τα εκατό γυναικεία ονόματα που γιορτάζουν την πρώτη του μέρα και όλον τον μήνα, τα κυκλάμινα, τα αγριοκρέμμυδα, τ’ ανθισμένα αρμυρίκια, το γιασεμί που επιμένει, τα πρωτοβρόχια, η ισημερία -της χρονιάς το ζύγιασμα, του Ζυγού ο αστερισμός-, τα ρόδια, του σχολειού το άνοιγμα, του χελιδονιού η αναχώρηση, ο τρύγος ανήμερα του Σταυρού, το πατητήρι, το προζύμι, δυο τραγούδια, πολλά ποιήματα, τον Σεπτέμβριο θυμάμαι”. Μιλάμε με τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη για τον Σεπτέμβρη.
-Ποιες γιορτάζουν;
Όλος ο αρχαίος θηλυκός κόσμος με την αρχή της Ινδίκτου -την εκκλησιαστική πρωτοχρονιά- την πρώτη τού μήνα. Η Αθηνά, η Αντιγόνη, η Θάλεια, η Τρωάδα, η Μελπομένη, η Αφροδίτη, η Τερψιχόρη, Ουρανία, η Ερατώ, η Ευτέρπη, η Χαρίκλεια, η Πολύμνια, η Ισμήνη, η Πηνελόπη, η Κλειώ, η Δωδώνη, η Καλλιρρόη, κι οι άλλες οι πολύτιμες, η Διαμαντούλα, η Ακριβή, η Ρουμπίνη, η Κοραλία, η Πολυτίμη, η Καλλίστη, η Σαπφώ, και οι χαϊδεμένες, η Μοσχούλα, η Χάιδω, η Χαρούλα, η Παρθένα κι άλλες κι άλλες, και τι παράξενο, ανάμεσά τους ο Ιησούς, την ίδια μέρα. Και πολυαγαπημένης φίλης τα γενέθλια μαζί. Έρχεται μετά το Γενέσιο της Παναγιάς στις 8, και ακολουθεί η τετράδα της Σοφίας, Πίστης, Αγάπης και Ελπίδας στις 17. Και ενδιάμεσα άλλες πολλές. Με τη μεγαλογιορτή του Σταυρού στη μέση του μήνα, στις 14.
-Τι ανθίζει που αγαπάς;
Στου βράχου τη σχισμάδα το κυκλάμινο σε τρελά μπουκέτα. Δυο τρία μόνο λουλουδάκια του στο ποτήρι του λικέρ. Το αγριοκρέμμυδο που φτιάχνει στις ποταμιές, στις ρεματιές και στις πλαγιές δάση λευκά του παραμυθιού. Και το γιασεμί φουντώνει πολύ. Το νυχτολούλουδο ομοίως, κρεμά τσαμπιά τα λουλούδια του και δένει μαργαριτάρια τους καρπούς του. Και ο κόκκινος ιβίσκος σκάει πυροτεχνήματα. Κι αχ, το αρμυρίκι πώς μοσχοβολά στη σεπτεμβριανή θάλασσα. Και η θάλασσα ακόμη ανθίζει στις άδειες της ακρογιαλιές και ευωδιάζει καρπούζι και γάλα το σούρουπο.
-Και τι καρπίζει;
Γυαλίζουν, κοκκινίζουν τα ρόδια στις αυλές. Βαραίνουν τα σταφύλια, μαυρίζουν, ροδίζουν, χρυσίζουν απ’ τη μια μέρα του Σεπτέμβρη στην άλλη. Τα όψιμα αχλάδια. Λίγα σύκα του Αυγούστου ακόμη. Κι ολόδροσα, τραγανά, σφιχτά τα μήλα.
-Οι ποιητές;
Η Κική Δημουλά ξανά: “Άρχισε ψύχρα. / Το γύρισε ο καιρός σε αναχώρηση. / Η πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη / ξοδεύτηκε σε κάποια υδρορροή. / Ως χθες ακόμα όλα έρχονταν. / Ζέστες, η διάθεση για φως, / λόγια, πουλιά, / πλαστογραφία ζωής…”
Ο Οδυσσέας Ελύτης από τους Προσανατολισμούς : “Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι / Μουσκέψανε τα λόγια πού είχαν γεννήσει αστροφεγγιές…” Και από τη Μαρίνα των βράχων: “Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου / Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω / Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών / Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια…”
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος από την Οκτάνα: “Τις μέρες τις γλυκές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι οι ιβίσκοι…”
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης απ’ τα Κρυμμένα ποιήματα και τον Σεπτέμβρη του 1903: “Τουλάχιστον με πλάνες ας γελιούμαι τώρα· / την άδεια την ζωή μου να μη νιώθω. / Και ήμουνα τόσες φορές τόσο κοντά. / Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα· / γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη· / και μέσα μου να κλαίει η άδεια μου ζωή, / και να μαυροφορούν οι επιθυμίες μου…”
-Τραγουδάμε;
Μίκης, Μπρένταν Μπίαν, Ρώτας και Ένας Όμηρος, το τραγουδούσε η μάνα μου που γιορτάζει κι εκείνη στις 20:
Τον Σεπτέμβριο θυμάμαι όταν άδειαζαν οι πάγκοι
κι έπαψ’ ή βουή του κόσμου, πήγαν τα παιδιά για τσάι.
Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά
τώρα που έχουν πια πεθάνει
όλοι που μας αγαπάνε, λοχαγοί και βασιλιάδες.
(…)
Σκόνταψα σ’ ένα βραχνά μου και στο πάρκο κει του Ουΐνσδορ,
τι θαρρείτε κει πώς ηύρα, περπατώντας στο σκοτάδι;
Μισοδαγκωμένο μήλο και το πιο αστείο απ’ όλα
χαραγμένα πέντε δόντια
πέντε δόντια από παιδάκι, λοχαγοί και βασιλιάδες.
-Άλλο ένα;
Εκείνο από την παράσταση της Έλλης Λαμπέτη και του Κώστα Καρρά το ’67. Σπανός, Παπαστεφάνου, “Θυμήσου τον Σεπτέμβρη”. Αναρωτιέμαι, πήγα με τους γονείς μου; Ολοζώντανο το κουβαλώ: “Το χέρι, δώσ’ μου δώσ’ μου, την καρδιά σου…”
-Να πούμε για τον τρύγο;
Στην Αττική ανήμερα του Σταυρού (σε άλλα μέρη άλλες ημερομηνίες, ανάλογα το κλίμα). Να μην έχει βρέξει μόνο γιατί κρασί δεν γίνεται. Καθαρά ψαλίδια και κοφίνια, ώριμα καλογινωμένα σταφύλια. Δυο μέρες ήλιασμα, μετά πάτημα, άδειασμα στο καθαρό βαρέλι ή στο γυαλί το απολυμασμένο με λεμονόφυλλο και βασιλικό στο βραστό νερό, για το κοκκινέλι αφήνουμε και τα στέμφυλα μέσα στη ζύμωση δυο εβδομάδες για χρώμα ρουμπίνι, γράδο, σκέπασμα με τούλι, ησυχία. Τίποτε άλλο μέσα. Ούτε θειάφι. Κάθε μέρα ανακάτεμα με στεγνό ξύλο που έχει ξεπλυθεί με βραστό νερό. Ως του Αγίου Δημητρίου που ανοίγει και ευωδιάζει καλοκαίρι για όλο τον χειμώνα.
Μην ξεχνάμε τη μέρα του πατητηριού, το πετιμέζι της χρονιάς και τη μουσταλευριά με το σουσάμι. Και ανήμερα του Σταυρού πιάνουμε και το προζύμι για όλη τη χρονιά. Όλα ευλογημένα.
-Το σχολειό που ανοίγει;
Εδώ έρχεται πάλι και πάλι στο νου η πρώτη του μέρα, ο πρώτος του Σεπτέμβρης. Ν’ αφήνεις για λίγο το χέρι της μαμάς, και να τρέχεις στην αγκαλιά της πιο γλυκιάς δασκάλας. Και μοναξιά που την ήθελα τις πρώτες μέρες. Ευτυχώς έτσι το θυμάμαι. Για το κάθε παιδάκι είναι αλλιώς. Μεγάλο βήμα.
-Θα μας ζωγραφίσεις τον Σεπτέμβρη;
Γλυκός, γλυκός, μελιστάλαχτος. Κολλούν τα ρούχα του μούστο. Βάκχος ελληνιστικός ή και τωρινός, σημερινός. Στεφάνι τ’ αμπελόφυλλα με καναδυό καμπανάρια σταφύλι ή ο κισσός με τους μικρούς καρπούς, το άγριο αδέλφι του αμπελιού. Όμορφος, καλοσυνάτος. Ώριμος, κι ηλιοψημένος, μεγάλος Αύγουστος.
-Ο Σεπτέμβρης σήμερα, τώρα;
Να απαντήσω με το κομμάτι του τραγουδιού του Μίκη και του Μπίαν που παρέλειψα πριν:
“Πέρα στην παλιά μας Κύπρο και στην Κένυα την καημένη
όλοι εκεί βασανισμένοι μαύροι κι άσπροι από τους άσπρους.
Και στα ξωτικά τα μέρη κι όπου ρίξουμε το μάτι”
Και δεν χρειάζεται να κοιτάξουμε πολύ μακρυά. Κάθε μήνας που περνά, μια δοκιμασία.
-----------------------------------------
Αναρτηθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Σεπτεμβρίου 2015
Φωτεινή Στεφανίδη: «Aύγουστε μήνα, μήνα και θεέ…»
Συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση
“…και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού,
πού είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης,
εκείνου του πελάγου τον καημό σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης…”
Γιώργος Σεφέρης
Τα κρινάκια της άμμου (της νάμμος), της Παναγιάς, Παναγιά μου, τ’ ώριμο σύκο του Δεκαπενταύγουστου, το καρπούζι, οι ντομάτες στον ήλιο, η κάππαρη στο νερό, η τελευταία δεντρομολόχα στους ξανθούς αγρούς, τα μερομήνια, τα ψάρια ανήμερα του Σωτήρος, του Λέοντος ο ήλιος, της γης το χρυσάφι, τα δυο φεγγάρια, οι ήσυχες μέρες. Ποίηση βαθειά, τραγούδια αινιγματικά. Μιλάμε με τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη για τον μήνα Αύγουστο τον τραπεζοφόρο.
– Της Παναγιάς;
Δεκαπενταύγουστο, το Πάσχα του καλοκαιριού. Κοπελιές που δεν το περιμένεις νηστεύουν και μαυροφορούν από την πρώτη τ’ Αυγούστου μέχρι τη μέρα εκείνη, ταγμένα τα παιδάκια τους τις πιο πολλές φορές. Και η Παναγιά στα μαύρα, στα βαθυκόκκινα ή στα γκρίζα αναπαύεται με τον Χριστό πίσω από τη νεκρική την κλίνη να βαστά την ψυχούλα της μωράκι φασκιωμένο και οι άγγελοι να έρχονται γλυκοπετώντας να την πάρουν. Τι ψηφιδωτό κι αυτό της Μονής της Χώρας στην Πόλη· πανχρωματικό, γκριζόλευκο και χρυσό ποίημα. Ολόδικά της και τα κρινάκια της θάλασσας, της άμμου, της νάμμος, σχεδιάζουν –όπου έχει απομείνει τόπος και γι αυτά– με φίνο λευκό τις αμμουδιές του Αιγαίου. Και τη νύχτα σκορπούν τ’ άγιο μύρο.
– Γιατί τραπεζοφόρος;
“Αύγουστε καλέ μου μήνα να ‘σουν δυο φορές το χρόνο”. Δεν χρειάζεται να μαγειρέψεις τίποτε. Όλα ώριμα, έτοιμα στο τραπέζι. Τα ετοιμάζει ο ήλιος για σένα. Ή τ’ αλάτι της αλυκής. Λιαστή ντομάτα, κάππαρη, σαρδέλα στ’ αλάτι, φρούτα που στάζουν τους χυμούς τους, χταποδάκι στον ήλιο, άντε και ψαράκι στο τηγάνι ή στη σχάρα εκτάκτως, άντε και καναδυό αβγουλάκια σφουγγάτο του λεπτού. Το σταφύλι ξεκινάει, σκάει γλύκες στο στόμα, μαζί με τυρί και κρασάκι παγωμένο το άριστο γεύμα. Άσε τα σύκα – τον λεν και Συκολόγο τον Αύγουστο. Σκέτα, με χλωρό τυρί, με τσάγαλα, με κρασί, με γιαούρτι. Τι άλλο να θες;
– Πού αυτά, στην πόλη;
Δεν είμαστε όλοι στης φύσης την αγκαλιά. Κι η πόλη ωστόσο, στα μικρά τα μαγαζάκια, στις λαϊκές της γειτονιάς, στο δεντράκι το κρυφό κρύβει τις νοστίμιες της. Και νοστιμίζουν κι άλλο τα αγαθά του Αυγούστου με θερινό σινεμά, με συντροφιά, με φρεσκοποτισμένους τους βασιλικούς, τους δυόσμους, τις μαντζουράνες και τις λουΐζες στις βεραντούλες και στις αυλές κι ευφραίνεται ο άνθρωπος. Και στεφανώνονται οι αισθήσεις με γιασεμί και φούλι και τρελό νυχτολούλουδο.
– Ο Αύγουστος στην ποίηση;
Με ερωτηματικό στον Καβάφη: “Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί… / Εκείνη του Aυγούστου -Aύγουστος ήταν;- η βραδυά…”.
Με αμφιβολία και στον Καββαδία: “Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ / τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι”.
Διάχυτος στον Βούλγαρη και τις “Ήσυχες μέρες του Αυγούστου”, τι ποίημα η ταινία. Και το τραγούδι της “Μικραίνει το φεγγάρι σαν ζωντανό σφουγγάρι”(Μάνος, Νίκος, Νένα).
Προσωποποιημένος στον Ελύτη: “Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά / Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά…”, χιλιοτραγουδισμένο.
– Τραγούδια;
Άλλο ένα μόνο. Του Νίκου Παπάζογλου. Δεν λέει για Αύγουστο μα γράφτηκε Αύγουστο και ευωδιάζει Αύγουστο, έρωτα ακαριαίο και ώριμο καλοκαίρι: “Μα γιατί το τραγούδι να ‘ναι λυπητερό με μιας θαρρείς κι απ’ την καρδιά μου ξέκοψε…”
– Τα μερομήνια;
Μαγικά και αληθινά πέρα ως πέρα. Τα λέν και “δρίμες” και τα ‘χουν για δυσοίωνα. Από την 1η ώς τις 12 τ’ Αυγούστου, κάθε μέρα, κάθε ώρα, η μικρογραφία του καιρού της χρονιάς που έρχεται. Και μην ξεχνάμε, 1η Αυγούστου ο Αύγουστος, 2η ο Σεπτέμβρης, 3η ο Οκτώβρης και πάει λέγοντας. Δυο σύννεφα παραπάνω, μια ψιχάλα ή λίγη ψύχρα κρύβουν αγριοκαίρια, μπόρες, χιόνια. Καφτός ήλιος και δυνατός νοτιάς προμηνύουν καύσωνα και κύμα θεριό. Είναι εκπληκτικό, αξίζει να το παρατηρούμε. Από κοντά και τα δυο φεγγάρια, οριοθετούν λαμπρά τον μήνα αυτόν τον ώριμο.
– Στην Άνδρο τι παρουσιάζετε τον Αύγουστο;
Στο κοντινό Αιγαίο, επάνω στην πρώτη πανσέληνο, από την 1η του μήνα και ώς το τέλος του Σεπτέμβρη, η ευτυχής, παρηγορητική συνάντηση στο Ίδρυμα Κυδωνιέως με τιμώμενο τον Ράλλη Κοψίδη και δέκα ακόμη εκλεκτούς συναδέλφους στους 21ους “Πλόες” με την επιμέλεια της φίλης Αθηνάς Σχινά. Σας περιμένουμε.
– Και ο άλλος Αύγουστος, του φετινού δύσκολου καλοκαιριού;
Να απαντήσω με λίγους στίχους του Λειβαδίτη:
“Το ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς –
την πρώτη μέρα που διστάσαμε να πάρουμε μιαν απόφαση
ή που σταθήκαμε εύκολοι σε μιαν αναβολή.
Μια ταπείνωση, που δεν ανταποδόθηκε,
αναπηδάει μιαν άλλη ώρα, σαν μαχαίρι, μέσα σου
για να σκοτώσει ό,τι πιο πολύ αγαπάς" […]
Κανείς μήνας –ούτε κι ο Αύγουστος ασφαλώς– δεν αναβάλλει, δεν τρενάρει. Αυτό – το της αναβολής– πού το βρήκαμε και το υιοθετήσαμε και μας καταστρέφει;
Η εικόνα του;
Ο μόνος που δεν τον πιάνουν οι δρίμες. Ηλιοκαμένος, μακρύ παντελόνι, βοσκός ή ψαράς, σγουρομάλλης, μελαχροινός. Κοχύλι στο λαιμό, ή μαύρο σταυρουδάκι. Βαστά τη φλογέρα ή τα δίχτυα και το σκονισμένο παλιό κινητό μαζί, πίνει μέχρι τα ξημερώματα για την αγάπη, ανάβει και το καντηλάκι στο ξωκκλήσι της Παναγιάς. Δεν αναβάλλει, ούτε αναβάλλεται, και είπαμε, είναι μόνο μια φορά το χρόνο.
-----------------------------------------
Αναρτηθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Αυγούστου 2015
Φωτεινή Στεφανίδη: «Ιούλης με τα μαντολίνα των τζιτζικιών»
Συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση
“Ροδάκινο. Καρπούζι. Ρολογιά. Γεράνι. Φόβος. Θάλασσα. Αιγαίο. Μελτέμι. Ξωκκλήσι. Αη Λιας. Κάρβουνο. Καρπούζι ξανά. Άμμος. Δυο τραγούδια. Δυο ποιητές. Φως. Φωτιά. Πυρκαγιά”. Η ζωγράφος Φωτεινή Στεφανίδη μας μιλά για τον Ιούλιο μήνα.
-Φόβος;
Το πρωινό της 20ής Ιούλη του ’74, τι άλλο. Το ζυμωτό ψωμί της μάνας, μελωμένο μού πέφτει από τα χέρια ακούγοντας τις ειδήσεις στη γειτονιά από αυλή σε αυλή με τις ανθισμένες ρολογιές τυλιγμένες στις μάντρες και τα γεράνια να κοκκινίζουν τον τόπο. Κολλά το μέλι στο μωσαϊκό της κουζινούλας μας στο Ν. Ηράκλειο. Χύνεται το γάλα στο πετρογκάζ. Το καρπούζι ψύχραιμο στον πάγο για το μεσημέρι. Εισβολή, επιστράτευση και φόβος, Φόβος. Δώδεκα ετών και οι λέξεις αυτές τότε πρωτοβρήκαν την ερμηνεία τους. Βάστα μη μας βρει τίποτε πάλι και είναι Ιούλης.
-Πες μας για τον Αη Λια.
Ιούλιος, Ήλιος, Ηλίας. Σε κορφούλες -πιο κοντά στον ήλιο- τα εκκλησιδάκια του (το πιο αγαπημένο και ξεχωριστό στη Νάξο, βυζαντινό, περιοχή Λι’αρίδια Απεράθου), κι ο γιορτασμός του στις 20 του Ιούλη καίει την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού. Προφηλιάς, τον έχει ιστορήσει ο Πανσέληνος στο Όρος γεννειοφόρο ασπρομάλλη με πράσινες σκιές, κάπου θυμάμαι είναι γραμμένο πως σαν ήταν μωρό ήταν σπαραγνωμένο με φωτιά. Ο ήλιος είναι.
-Οι δυο ποιητές;
Ο Ρίτσος πρώτα με το μαντολίνο των τζιτζικιών απ’ τα “Ποιήματα” (πώς του άρεσε το μαντολίνο, έφτιαξε ο πατέρας γι’ αυτόν τέτοιο όργανο στο Κοντοπούλι το ’49 και τους το πήραν) και το βαποράκι της κωλοφωτιάς: “Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών / και των γρύλων –έλεγε,– / το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς αγκυροβολημένο στο παλιό τζάκι της καλύβας / η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς – / δε σου ζητούν αποδείξεις […]”Και ο Ελύτης με τα ντρίλινα σεντόνια -αν δεν έχεις σκεπαστεί με αυτά δεν υπάρχουν λόγια για την αίσθηση- απ’ τον “Μικρό Ναυτίλο”: “Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου, που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του. Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά η κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δε μου λέει τίποτα να παραδοξολογώ.”
-Κάρβουνο;
Κάρβουνο, ροδάκινο, Ηλίας και Ιούλιος, είναι στο νου μου ένα πράγμα. Κάρβουνα για το σχέδιο στο σπουδαστήριο προετοιμασίας της ΑΣΚΤ παίρναμε από τον Χρυσικόπουλο, απέναντι απ’ το Πολυτεχνείο. Δουλεύαμε όλο το καλοκαίρι. Τα καλοξύναμε τον πρώτο καιρό, μόλις τους παίρναμε τον αέρα τ’ αφήναμε σχεδόν άξυστα. Ήταν του Άη Λιος, 20 του Ιούλη του 1980 στην οδό Πινδάρου. Θα δουλεύαμε γυμνό. Έρχεται ο Ηλίας -το θρυλικό μοντέλο που δουλέψαμε επάνω του χρόνια και χρόνια- με δυο τσάντες ροδάκινα, κέρασμα για τη γιορτή του. Τρώγαμε ροδάκινα, ζουμερά έσταζαν επάνω μας, ξύναμε τα κάρβουνα, μαύριζε ο κόσμος, μελετούσαμε και τον εορτάζοντα Ηλία, πολύ γέλιο, και όλοι μας πολύ νέοι έως παιδιά.
-Μελτέμι Ιουλίου;
Στο Αιγαίο σε πετάει κάτω. Κάνει γλυπτά τα δέντρα, σκάβει τους ανθρώπους. Τα στεγνώνει όλα. Βοηθάει και τις πυρκαγιές. Ευλογημένο όμως. Δεν θα ήταν οι Κυκλάδες κατοικήσιμες χωρίς το μελτέμι. Θαρρώ ο Αρισταίος, ο γιος του Απόλλωνα (του θεού του ήλιου) και της Κυρήνης το ‘φτιαξε το μελτέμι για δροσίζει τη Δήλο και μαζί της όλες τις Κυκλάδες.
-Μουσικές;
“Είχες του Μάη τη δροσιά του Γιούλη τη λιακάδα / και δύο μάτια θαλασσιά που άλλη φορά δεν τα ‘δα”, τρυφερότατο, το λεγε η Άλκηστη το ’77. Και από τα πιο πρόσφατα, αγαπάω πολύ του Χρήστου Θηβαίου το “Μεσημέρι του Ιούλη”. Αυτό που ξεχωρίζει ένα παράξενο ζευγάρι απ’ το κοπάδι: “Ένα μεσημέρι του Ιούλη μες στα μάτια ενός ζευγαριού / είδα κάτι που είχε ξεφύγει απ’ τους νόμους του κοπαδιού. / Δεν είχαν στο βλέμμα τους το ύφος αυτό το κυνηγημένο ή το αρπαχτικό.” Έχει και δύναμη η μουσική του. Κάθε που τ’ ακούω, φόβος ξανά, για το κοπάδι που είμαστε όλοι μέσα.
-Ζωγράφισέ τον με λόγια.
Ωραίος, νεαρός, ζουμερός σαν ροδάκινο, ηλιοκαμένος, γυμνός, φλεγόμενος, τρώει καρπούζι και υποβρύχιο, πίνει παγωμένο νερό και μπύρα. Δεν γυρίζει ούτε να μας κοιτάξει. Αφήνει τα μαλλιά του στο μελτέμι και στέκει εκεί στο Αιγαίο γνωρίζοντας ότι όλα είναι περαστικά από αυτή τη γη, κάτι που συστηματικά το ξεχνάμε οι κοπαδιαστοί.
-----------------------------------------
Αναρτηθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Ιουλίου 2015
Φωτεινή Στεφανίδη: «Άοπλη στη Δήλο»
συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση
Όποιος δεν έλθει εδώ, πουθενά δεν έχει πάει.
Παναγιώτης Κουσαθανάς, Ο άρχοντας του μεγάλου δόκανου, σ. 37
Κατά την μόλις οκτώ ημερών διάρκεια της έκθεσης της Φωτεινής Στεφανίδη και του Δημήτρη Μοράρου αρχές του Ιούνη στην Δημοτική Πινακοθήκη Μυκόνου -“Χλωρίδα” ο τίτλος και το θέμα της- ήταν στον λογισμό τους η Δήλος. Μιλάμε με την Φωτεινή για αυτήν τη σύντομη και απροετοίμαστη επίσκεψη των πέντε ωρών.
Γιατί άοπλη;
Μια ατυχής στιγμή κατά τη διάρκεια μια ευτυχούς βραδιάς με αγαπημένα πρόσωπα στη Βενετιά της Μυκόνου, μου στέρησε την φωτογραφική μηχανή κατά την επίσκεψη την επομένη το πρωί στο νησί του φωτός. Είχα να πάω στη Δήλο χρόνια, από το 1994 ίσως, θαρρώ τα αρχαϊκά λιοντάρια ήταν τότε στη θέση τους, έξω στο Άνδηρο. Η αποβίβαση με βρήκε άοπλη λοιπόν μπροστά στην καταιγίδα των εικόνων που προσφέρονταν χωρίς καμιά τσιγκουνιά. Αρχίζω να κρατώ σημειώσεις, απομακρυνόμενη (ευτυχώς με τη σύμφωνη γνώμη της συντροφιάς μας) από τους ξεναγούς.
Οι πρώτες συναντήσεις;
Δράκος, τον λεν και κροκοδειλάκι, για την υποδοχή στο λιμάνι. Κοιτάζει, ποζάρει, κρύβεται, ξαναφαίνεται. Τα κρίταμα οργιάζουν, οι τελευταίες αγριοβιολέτες σε όλες τις αποχρώσεις του μενεξεδί απλώνονται άοσμες· ποτέ δεν μυρίζουν με τον ήλιο. Σωρός οι βάσεις των αγαλμάτων. Αόρατοι αυτοί που τις πάτησαν βαθιά και ανθρώπινα. Μες στα ίχνη των πελμάτων τους, πετραδάκια στραφταλιστά κι ένα σαλιγκάρι της στεριάς. Τα άγρια καρότα με τ' άνθος τους ανοιχτό σε μέγεθος πιάτου του φαγητού, κλειστό σαν γροθιά αντρική. Και από δίπλα, τ' άγρια πράσα· μοβ, γκρενά, γαλανά, με το εσωτερικό λουλουδάκι τους έτοιμο για άνθηση.
Προχωρώντας;
Ανθισμένα πηγάδια, ανθισμένα δωμάτια. Κι έχουν στέγες από ιστούς αράχνης στη λάμψη της πλατίνας. Οι υφάντρες, μαύρες και ευκίνητες διατρέχουν το έργο τους από πάνω ώς κάτω. Αραιές οι παπαρούνες πια, τελευταίοι τόνοι της κραυγής τους της άνοιξης. Γνωστό πως το νησί ανάβει στα κόκκινά τους το Μάη. Πάμε προς τα λιοντάρια, ξερά, άψυχα. Μα τι γίνεται με τα αντίγραφα. Χίλιες φορές τα πρωτότυπα, φαγωμένα από την αλμύρα. Άνθρωποι τα φτιάξαν, άνθρωποι τα χαλούν και σώζοντάς τα τα ξαναχαλούν (προσωπική άποψη). Ανηφορίζοντας για τον οίκο των κοσμημάτων, μυριάδες τα ξερά χρυσαφένια κοσμήματα, χλωρίδας έργα, της εφηβείας (μου) σκουλαρίκια. Ένα δυο στην τσέπη. Οι μπορντούρες των ψηφιδωτών ανάμεσα στα ξερόχορτα προϊδεάζουν για τ' αριστουργήματα του μουσείου.
Κατηφορίζουμε στη συνοικία του Θεάτρου· χαλί οι τελευταίες μολόχες, κοτσανάκια και φύλλα ανύπαρκτα, τα άνθη ωστόσο ροζέτες βαθύχρωμες μοβ, κυανές οι ραβδώσεις πάνω τους στο χρώμα του νερού. Υπερμεγέθη και τα κίτρινα γαϊδουράγκαθα, τα ραδικολούλουδα κίτρινα και μοβ αστράφτουν, ο φλόμος επιβλητικός, πάνω από ένα μέτρο.
Κοιτάζοντας ψηλά τους τοίχους, τα κονιάματα. Χαραγμένα όσο είναι νωπά να σχηματίζουν μεγάλες πλάκες σαν από μάρμαρο, χρωματισμένα -υποθέτω με τη μέθοδο της νωπογραφίας- συνήθως με ώχρα απαλή και αραιωμένο χοντροκόκκινο στον ίδιο τοίχο. Έρχεται και η στέγη από ουρανό στο πιο δυνατό λουλακί του Αιγαίου και ολοκληρώνεται η φυσικότερη εικαστική εγκατάσταση.
Στο μουσείο;
Ευτυχώς οι τοιχογραφίες είναι επισκέψιμες (και τούτο το αναφέρω διότι η μία αίθουσα ήταν κλειστή). Ερωτιδείς σε θεσπέσιο ροδαλό, άλογα λευκά σε φόντο κόκκινο μπρούσκο, βιαστικά σχέδια μορφών με κεραμιδί, ώχρα κι ένα πράσινο ανείπωτο, σαν μαλαχίτης κοπανισμένος. Και σε μαύρο φόντο το ίδιο αυτό πράσινο, δουλεμένο με σέκο τεχνική (αβγοτέμπερα πιθανόν επάνω στο φρέσκο). Φτερωτή μορφή πάνω από νεκρό, αυτόματα φέρνει στο νου τον Γιάννη Μόραλη. Ζάλη, γυρνώ γύρω γύρω, ζητώ να καθίσω. Κάθομαι στο πάτωμα. Με παρατηρεί η φύλακας και προσφέρει το κάθισμά της. Πού να εξηγώ και πώς να κάτσω.
Τοιχογραφίες σε μαύρο φόντο. Εκεί που σβήνουν από τον χρόνο, μυστήριο δεν υπάρχει. Ελαφρά το μαχαίρι ή κάτι άλλο αιχμηρό έχει χαράξει ήδη το σχέδιο, που παραμένει αυτόνομο και δυνατό.
Λίγο παρακάτω ένας σαλπιγκτής τοιχογραφημένος με χοντροκόκκινο, σμαραγδί και ώχρα. Ακριβώς δίπλα του, επάνω στον ίδιο σοβά, κάποιος ευλογημένος αρχαίος τον έχει αντιγράψει ίσως με γραφίδα. Μα τι τρέλα! Μάθημα σχεδίου άνευ (;) διδασκάλου επάνω στο ίδιο το έργο!
Τα ονομαστά ψηφιδωτά;
Ο ένας Διόνυσος με τον πάνθηρα, η απόλυτη εικαστική δημιουργία. Μάτια νερένια, στόμα ελαφρά ανασηκωμένο, το θείο στεφάνι, οι ψηφίδες να μετατρέπονται σε ψιμυθιές, πλήρης η κλίμακα του ελληνικού φυσικού χρωματολογίου. Εικονίζεται νεαρός, φτερωτός, όχι εκείνος των κλασικών χρόνων, όχι γενειοφόρος και αυστηρός. Χωρίς μαινάδες. Έργο παγκόσμιο.
Τα περιστέρια, τα λογής δελφίνια, η μπορντούρα της αφθονίας γύρω από την Αθηνά και τον Ερμή, οι ροζέτες με τα μικροδέλφινα και τους ερωτιδείς. Τα προσωπεία γύρω απ' το απλό δάπεδο.
Πόσο σπουδαία τα απλά γεωμετρικά δάπεδα, κυβιστικής νοοτροπίας (δουλεμένα με μαύρο, χοντροκόκκινο, λευκό) όλα αφημένα στους χώρους τους, πολλές φορές με καμπύλες μπορντούρες μαιάνδρων. Ή τα ακόμη “οικονομικότερα” της εποχής, αυτά τα καμωμένα με ψηφίδες του ενάμισι εκατοστού, τετράγωνες εντελώς, μία μαύρη μία άσπρη, να απλώνονται σε αρκετά τετραγωνικά μέτρα. Ψηφοθέτηση θαυμαστής πειθαρχίας.
Μόλις σκέπτομαι ότι όσα τα βοτάνια που φυτρώνουν στο νησί (λεν για πάνω από 500) άλλα τόσα τα ψηφιδωτά που έχουν βρεθεί ως τα τώρα. Και κάτι ακόμη: Όταν επισκέφτηκε ο πατέρας μου τη Δήλο, φοιτητής, μέσα στον πόλεμο (φιλοξενούμενος όπως κι εμείς στον νεοσύστατο τότε ξενώνα της ΑΣΚΤ στη Μύκονο), τα ψηφιδωτά δεν είχαν ξηλωθεί ούτε συντηρηθεί. Ο ντόπιος καθηγητής (λησμονώ το όνομα) έριχνε νερό με τον κουβά επάνω τους για να φανούν τα χρώματα, ήταν σχεδόν άσπρα από το πετρωμένο αλάτι.
Γλυπτική; Αντικείμενα;
Αξιολογότατα και μοναδικά στον κόσμο. Σε μια τόσο σύντομη κουβέντα ας μένουμε στη ζωγραφική, το ψηφιδωτό, τη χλωρίδα. Δεν έχει τελειωμό η Δήλος, αναφέρω λίγα από αυτά που με συντάραξαν.
Μνημεία;
Τα μεγαλύτερα είναι γνωστά, Φαλλοί, λιοντάρια, ο εναπομείνας κολοσσός, διάσπαρτα λίγα αγάλματα. Να σταθώ στη φοινικιά; Αυτήν την ίδια που βάστηξε η Λητώ για να γεννήσει; Ναι, είναι αυτή. Έχει πάρει γυναικεία καμπύλη, οδύνη, ελευθερία, μεγαλοσύνη από την Τιτανίδα που την κράτησε, κι ας φυτεύτηκε μόλις πριν 80 χρόνια. Τι είναι ο χρόνος και ποιος τον μετράει και τον ορίζει... Οι θεοί είναι παρόντες. Με άλλη μορφή αλλά είναι εκεί. Οι εικόνες τους οι καμωμένες με τόση τέχνη, τώρα αυτές, τους δίνουν πνοή ζώσα.
Ποιοι θεοί, τι εννοείς;
Η Λητώ στον φοίνικα, ο Απόλλων στ' αηδόνι (το είδαμε μέρα, μπροστά στα μάτια μας να κελαηδά πάνω στην αρχαία πέτρα κι έπειτα πετώντας να συνεχίζει τη θεϊκή μελωδία στο κυανό του ουρανού), ο Ερμής στον άνεμο, η Άρτεμις στα στραφταλιστά πετρώματα και στους νυχτερινούς ήχους που ακούγονταν μέρα. Μέχρι και τα βατράχια στη στέρνα του Θεάτρου ήταν εταίρες και αθλητές, δούλοι και έμποροι, το καθένα τον ήχο του. Πολεμιστές τα κροκοδειλάκια και στρατιώτες οι σμαραγδένιες σαυράδες. Πέρδικα η ένθρονη Ήρα. Χελιδόνια οι νύμφες και οι ημίθεοι. Και όλο το νησί, η άλλη Τιτανίδα, η Αστερία, η αδελφή της Λητούς, να τ' αγκαλιάζει να τα φιλοξενεί όλα τούτα και να φαίνεται σχεδόν ολόκληρη από τον Κύνθο, στεφανωμένη από τις Κυκλάδες.
Είχε νερά; Γεμάτες οι στέρνες;
Ο Ινωπός τις γεμίζει από τότε. Το πέτρωμά τους φιλτράρει το νερό, το καθαρίζει. Γεμάτες και καταπράσινες απ τα βρύα. Κι απρόβλεπτες στα κρυφά τους φανερώματα. Βλέπουμε ένα παράθυρο κάποια στιγμή, κάπου κοντά στης Αφροδίτης τον οίκο, εκεί που ήταν η εξαίσια μπανιέρα της, η μαρμάρινη, δουλεμένη τόσο που γυάλιζε σαν να ήταν από πορσελάνη. Το παράθυρο λοιπόν, σχεδόν τυφλό. Στο κάτω του μάρμαρο, βαθιές χαρακιές, Λείες, πολύ λείες στο άγγιγμα. Ήταν πηγάδι γεμάτο. Οι χαρακιές απ' τα αρχαία σκοινιά. Έτοιμο να γεμίσει την μπανιέρα για τη θεά. Και οι παπαρούνες του Αδώνιδος εκεί κοντά, βαστούσαν ακόμη.
Οι σημειώσεις σου;
Σαν γύρισα, άδειασα την τσάντα. Στον πάτο, τυλιγμένα στο μαντίλι που φορούσα για τον ήλιο, τα λιγοστά ενθύμια της φωτογραφίας. Οι σημειώσεις δίπλα. Ξεκινώ από αυτά. Έκοψα μικρά ορθογώνια σκληρά βαμβακόχαρτα. Ανοίγω και τα χρώματα από τη Μήλο. Λίγο χώμα δηλιανό τριμμένο. Όλα καμώματα του νου. Όλα για να γίνουν άμποτε σε σοβά ή σε δάπεδο. Όπου με πάει και όποτε.
-----------------------------------------
Αναρτηθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr στις 22 Ιουνίου 2015
Δεν αστειεύεται η μεγαλοσύνη του Γιούνη
συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση
“Ο μήνας που ξεκινά το κέντημα του καλοκαιριού (Ρίτσος), ανάριο ακόμη, με μοναδικό υλικό τις πευκοβελόνες που πέφτουν στις αυλές. Και η μυρωδιά του, ζεστό ρετσίνι. Από κοντά και τα φρέσκα δροσερά πετάγματα του πεύκου. Και τα τελευταία κελαηδίσματα του κότσυφα επάνω στα κλωνιά του. Χέρι χέρι με τα πρώτα τζι τζι τζι του τζίτζικα.” Mιλάμε με τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη.
-Τι άλλο σου φέρνει στο νου;
Την πικροδάφνη, με την πιο τρυφερή ευωδιά του κόσμου, το σπάρτο το ανείπωτο -τι γλυκειά μυρωδιά- τα τελευταία τριαντάφυλλα, ιδιαίτερα αν μας φυλάξει καμιά βροχούλα ο Γιούνης, την αγριοβρώμη να ξανθαίνει την Ελλάδα όλη, τα πρώτα κορόμηλα σε όλα τα πορτοκαλιά που μπορείς να σκεφτείς, τα φασολάκια τα φρέσκα, αχ η μυρωδιά στο καθάρισμα (πάλι Ρίτσος), τα βλίτα μην ξεχάσουμε με το στύφνο, τα κολοκυθἀκια και τους ανθούς τους – τι φαγητό! Τις καμπανούλες μαζί με τα πρώτα γιασεμιά (Λόρκα). Και τ’ άλλα κεντήματα – τα λουλούδια του αγριοκάρου του. Τη δροσούλα τα βράδια. Τα πρώτα μελτέμια. Τις πρώτες καυτές μέρες. Το πρώτο φυντάνι βασιλικού στη γλάστρα. Όλες τις πρωτιές του καλοκαιριού και όλους τους αποχαιρετισμούς του χειμώνα. Φεύγει το σχολειό, έρχεται το πρώτο μπάνιο. Η πρώτη πεταλίδα στο στόμα ψάχνει το τελευταίο λεμόνι της αυλής. Το πρώτο μπουμπούκι της κάππαρης, την τελευταία ελιά. Το πρώτο βαρύ στάχυ, την τελευταία παπαρούνα δίπλα του. Το πρώτο ανθισμένο θυμάρι, το τελευταίο μακρυμάνικο πουκάμισο. Για δες…
-Του Ιούνη η πιο δυνατή μέρα;
Μα, η μακρύτερη (Σεφέρης). Το θερινό ηλιοστάσι της 21ης… Και όλης της χρονιάς η δυνατότερη. Εκεί διαλέγει ο Ήλιος να ερωτευτεί τη Ρόδο και τη Νέαιρα, και ο Απόλλων την Κυρήνη. Εκεί κοντά ανάβαν τις φωτιές στις γειτονιές, στου Άη Γιάννη στις 24 και καίει ο Γιούνης του Μάη το στεφάνι. Και η Δευτέρα της Πεντηκοστής, το περιστέρι, το τρυφερό του π;eταγμα, “δεν ξέρω τι είναι” (Δεληβοριάς).
-Τι τραγουδάς;
Εικοσιτρείς του Θεριστή” και τίποτε άλλο. Σαν να θερίζει η μουσική του Μίκη (με Μαρία Φαραντούρη ή Αρλέτα). Ο Λόρκα σύμβολο του Ιούνη, γεννημένος θαρρώ στις 5, στην αρχή. Ο Ελύτης το απέδωσε ελληνικότατα.
-Ποιήματα;
Πρώτο έρχεται του Ρίτσου εκείνο με το σεντόνι και τ’ αστέρια που έραβε ο φρουρός στον ουρανό: “Είχαν αρχίσει οι ζέστες –Ιούνιος μήνας– / άλλαζες κάθε τόσο θέση στο κρεβάτι / ζητώντας το δροσερό μέρος στα σεντόνια / μη βρίσκοντας δροσιά…”
Κι ένα του Σινόπουλου, πόσο αισθαντικό, που τον λέει αθέριστο: “Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας / σε τούτο το ύψωμα σε φωτεινούς αγρούς… / Τι να ‘ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα / που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει…”
Ο Καρυωτάκης στον ίδιο ρυθμό, αυτόν του Θέρους: “Έχω κάτι σπασμένα φτερά. / Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε / το καλοκαίρι αυτό. / Για ποιαν ανέλπιστη χαρά, / για ποιες αγάπες / για ποιο ταξίδι ονειρευτό…”
Και πώς να μην πούμε Γιώργο Σεφέρη από την παραμονή της μακρύτερης μέρας: “O μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά / κι από την άλλη το νέο φεγγάρι / απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη. / Ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας / κατακλυσμός της ζωής…”
-Στην τέχνη; Τον έχεις ζωγραφίσει;
Ναι. Μια φευγαλέα εικόνα η μορφή του. Τον έβαλα μέσα στην αγριοβρώμη. Και κάτι λουλουδάκια μπλε μ’ άγνωστο όνομα. Ο Γιάννης Τσαρούχης μας άνοιξε το δρόμο με τους ζωγραφιστούς του μήνες, μας ένωσε μάλλον με αυτό που θα είχαμε κόψει αν δεν μας το υπογράμμιζε με τον θεσπέσιο τρόπο του. Ο αγαπημένος μας του Μαρουσιού.
-Η εικόνα του;
Δέρμα σταρένιο, μάτια και μαλλιά καστανά κάπως κοντά, αρχίζουν να ξανθαίνουν. Φορά φανελάκι αθλητικό. Τρώει κορόμηλο και πίνει νερωμένο το κρασί του. Στεφανωμένος με σπάρτα. Τρίβει θυμάρι στα μπράτσα του κι ευωδιάζει. Συναντά την καλή του βιαστικά στις θημωνιές, βουτά στο δροσερό νερό, και ταυτόχρονα κρατά το τιμόνι του κόσμου.
-Σήμερα ξημέρωσε Ιούνης. Τι περιμένεις;
Μιλώντας για τα καθημερινά, θα ήταν έως αστείο την ώρα που το ηλιοστάσι τραντάζει τη γη να παρακολουθώ με ενδιαφέρον ψυχής το πιθανό γκρέξιτ και όλα τ’ άλλα που κρέμονται πάνω απ’ το κεφάλι μας. Ωστόσο, όλοι αυτοί που “κρατάν” την τύχη του κόσμου στα χέρια τους, την επιβίωσή του, ας σηκώσουν το βλέμμα ψηλά στον Ήλιο του Γιούνη. Δεν αστειεύεται στη μεγαλοσύνη του.
-----------------------------------------
Αναρτηθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Ιουνίου 2015
Οι Μἀηδες, οι ήλιοι μου
συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση
“Τον Ήλιο στον Ταύρο της Αφροδίτης και του Έρωτα. Τα γενέθλια του Γιάννη Ρίτσου. Μοσχοβολιές από τρελή τριανταφυλλιά, αυτού του τρυφερού κι αγκαθωτού ευωδιαστού καταρράχτη. Γαρύφαλλο στ’ αφτί. Καρό πουκάμισο. Το πρώτο τζιν παντελόνι. Τον πατέρα στο φως του Πεδίου του Άρεως”. Mιλάμε με τη συγγραφέα και ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη.
- Πρώτη Μαΐου. Πρωτομαγιά;
Το στεφάνι στα χέρια της μάνας μου, καμωμένο από αγγελικούλες, τριαντάφυλλα, ακόμη και γεράνια, όλα από την αυλίτσα μας στο Νέο Ηράκλειο. Και τ’ άλλο στεφάνι, αυτό το κατακόκκινο, το φτιαγμένο μόνο από παπαρούνες στην πενθήμερη εκδρομή του σχολειού μας. Δροσιά στα χέρια, λίγο νωρίς για κοντομάνικο. Ιδρώτας όμως συνάμα και κάψιμο από τον ήλιο. Πρώτο μπάνιο. Ποδηλατάδα μέχρι το Μουσείο Τσαρούχη – στο δρόμο χωνάκια, πανσέδες, αγγελικές, κάλες, ίριδες, τα λουλούδια του. Στον κήπο η φωνή του. Στην καρδιά οι στεφανωμένοι μήνες του για όλη τη ζωή.
- Τραγούδια;
Αυτό το νανούρισμα του Μάνου με του Ρήγα το παιδί και του Μάη το χελιδόνι. Η τρελή Πρωτομαγιά του Φοίβου, η παράξενη των Χατζιδάκι Γκάτσου, και πάλι του Γκάτσου από το νυν και αεί εκείνη η δυνατή Πρωτομαγιά με το σουγιά. Να την ξανά τρελή και με δροσερά στεφάνια, αυτή του Νιόνιου από τα τραπεζάκια έξω. Σκορπίσανε οι φίλοι μου, Μάηδες και ήλιοι και το κορίτσι του Μάη μαζί. Κι άλλα, κι άλλα πιο βαθειά. Η Πρώτη Μαΐου του Λοΐζου. Παράξενο, να έχουμε ελληνικό τραγούδι, και τέτοιο τραγούδι, για τον Μάη του ’68. Και αχ, μέρα Μαγιού μού μίσεψες. Κι απ’ τ’ αντάρτικο, Μάη, Μάη, χρυσομάη, τι μας άργησες. Ξανά ελαφράδα στη δροσιά του Μάη από το ανοιχτό παράθυρο του Ερρίκου Θαλασσινού, τα μυστικά του Παντελή, τα λουλουδάκια του Ορφέα Περίδη. Χιλιοτραγουδισμένος.
- Ζωγραφιές; Τον έχεις ζωγραφίσει;
Στο μηνολόγιο. Πόζαρε ένας φίλος κοντινός γεννημένος στις δυο του μήνα. Κερασάκι στο στόμα, και η πρώτη πικροδάφνη του καλοκαιριού στο μικρούλι ανθογυάλι της μάνας μου. Κι ένα βερίκοκο δαγκωμένο. Επιτέλους να ξεκολλά το κουκούτσι από τη γλυκιά, χορταστική του σάρκα.
Ζωγραφισμένος και στην κυρία Μίνα του Χρήστου Μπουλώτη. Εκεί που τα κεντητἀ λουλούδια γίνονται αληθινά και ξυπνούν τη μαγεμένη νεράιδα-χελιδόνα.
Εκ του φυσικού μπόλικες νερομπογιές και λάδια στην Αττική και στα νησιά μας.
Σαν Έρωτα, πολλές φορές, και τώρα με αυτό καταγίνομαι.
- Πώς τον φαντάζεσαι;
Έρως είπαμε, αν ήταν θεός. Ως άντρας, απλός, λιγάκι μονοκόμματος. Κι αν ήταν πουλί, κοτσύφι. Αν λουλούδι, τριαντάφυλλο. Αν πιοτό, νερό πηγής καθάριο. Γυναίκα, νύμφη των νερών. Φρούτο, βεβαίως κεράσι. Ως ψἀρι, γαὐρος στραφταλιστός. Το χρώμα του, το πιο εύθραυστο πράσινο. Ακούω τον ήχο του· σφύριγμα από νεανικό στόμα. Και γαϊδουράκι αν ήταν ζώο! Νησί αν ήταν να τον πούμε Δήλο ή Αμοργό, βουνό Πήλιο, κι αν είναι ρούχο, πουκάμισο λευκό.
- Πες μας για τον Μάη του 2015
Κάπου στέκεται και μας βλέπει. Τον βλέπουμε κι εμείς. Κάτι του θυμίζουμε. Και σε μας κάτι θυμίζει. Τα πουλιά κρατάν το ίσο. Η τέχνη, ο έρωτας, η αγάπη κρατούν κι αυτά. Οι στόχοι μας λοιπόν, ας ακολουθήσουν τη σοφία του, τη συνέπεια και την ανεμελιά του. Ας απαλλαγούμε από τα περιττά, κι ας δοθούμε στο ρυθμό, αυτὀν του Μάη και των άλλων έντεκα, σε καλό θα μας βγει. Όχι ότι έτσι αντιμετωπίζεται η θέση στην οποία βρισκόμαστε. Αυτός όμως είναι ο τόπος μας στον πλανήτη Γη, η Ελλάδα. Και από σήμερα έχει Μάιο. Δεν έχει μόνον “χρέη”.
-----------------------------------------
Αναρτηθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Μαΐου 2015
Ας δοθεί στην εικόνα μια θέση
συνέντευξη στον Απόσολο Πάππο
Η Φωτεινή Στεφανίδη είναι μία από τις πλέον κορυφαίες και πολυβραβευμένες εικονογράφους-εικαστικούς που έχει η Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια. Δεκάδες βραβεία, με τον Χρήστο Μπουλώτη και άλλους συγγραφείς, εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Με μια μίνι συνέντευξή της στο elniplex, μας μιλά για την πρόσφατη βράβευσή της, την παράδοση των Ελλήνων εικονογράφων ενώ καταγράφει την άποψή της εν είδει παραπόνου για τη θέση της εικόνας στα εγχώρια βραβεία των “παιδικών” βιβλίων.
Μέσα απ’ τις εικόνες βαθαίνει η θέαση του κόσμου
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ
“Ανοίγω την εξώπορτα όπως κάθε πρωί και κοιτάζω για την αλληλογραφία. Ανάμεσα στους λογαριασμούς και στις προσκλήσεις, ένας μεγάλος φάκελος, ελαφρά τσαλακωμένος, με αποτύπωμα από αθλητικό παπούτσι, σκισμένος στη μια γωνιά. Εμφανώς το όνομά μου στη θέση του παραλήπτη με μαρκαδόρο. Αποστολέας: The Golden Pen of Belgrade. Ανοίγω με προσοχή. Το δίπλωμα της Golden Pen. Όμορφος σχεδιασμός. Χρυσό μελάνι. Ικανοποίηση μοναδική. Μια διεθνής διάκριση πόση χαρά μπορεί να δώσει. Εκεί που κανείς δεν σε γνωρίζει, εκεί που νιώθεις ότι η εργασία σου άρεσε. Και μια σταλαγματιά πίκρας στην άκρη.”
Είναι η πρώτη φορά που διακρίνεσαι στην Golden Pen of Belgrade;
Η τρίτη. Μα κάθε φορά είναι σαν να είναι η πρώτη.
Με ποιο έργο αυτή τη φορά;
Ένα μικρό χειροποίητο βιβλιαράκι είχα φτιάξει τώρα, κάτι σαν συνοδεία της “Παράξενης αγάπης του αλόγου και της λεύκας” του Χρήστου Μπουλώτη.
Η πίκρα;
Για τη χώρα μας. Όχι από θέμα διακρίσεων, θα ήμουν αγνώμων. Από τη στροφή που εντελώς συγχρονισμένα με την οικονομική κρίση έγινε σε πολλά. Συμπεριφορές, σκεπτικό, αισθητική.
Εξήγησέ μας.
Περάσαμε μια γεμάτη δεκαετία. Υπέροχα κείμενα, εκδοτική γενναιοδωρία, σκληρή δουλειά πλην καλοτυπωμένη, αναγνώριση, αγάπη από τα παιδιά, τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Όλα αυτά μέχρι που εμφανίστηκε η κρίση μαζί με τη γκρίνια. Αντίθετα, σε χώρες πραγματικής δοκιμασίας δεκαετιών όπως η Σερβία ή η Σλοβακία, οι διοργανώσεις πάντα σταθερές, το κέφι επίσης, κι ας αποστέλλουν απλά και όχι με κούριερ τις διακρίσεις και τους καταλόγους, κι ας σκίζονται οι γωνιές, κι ας ποδοπατιούνται οι -προσεκτικά αμπαλαρισμένες- μακέτες. Η διοργάνωση της επόμενης Golden Pen ξεκινά τη μέρα που τελειώνει η προηγούμενη. Το ίδιο και της ΒΙΒ Μπρατισλάβας. Και ενώ κατηγορούνται ως μίζερες (λόγω μη πολυτέλειας) από τους δικούς μας, δεν μιζεριάζουν. Φανταστείτε, η διοργάνωση του Βελιγραδίου συνεχιζόταν και μέσα στον πόλεμό τους, και η έκκληση ήταν να μη στέλνουμε πρωτότυπα έργα αλλά αντίγραφα για τον φόβο της καταστροφής ή της απώλειάς τους!
Στην Ελλάδα τι γίνεται;
Έχουμε μια παράδοση εκπληκτική στην εικονογράφηση. Γιάννης Κεφαλληνός, Κώστας Γραμματόπουλος, Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας, Γιώργης Βαρλάμος, τολμώ και Γιάννης Στεφανίδης. Ξεκινήσαμε κι εμείς βγαίνοντας από την ΑΣΚΤ, μια παρέα, ονειροπολώντας σε κάθε μας βήμα για αντάξια συνέχεια. Μείναμε μόνοι. Είναι δυνατόν μετά από τέτοιο παρελθόν να βρίσκονται σε αυτό το επίπεδο αισθητικά τα βιβλία του Δημοτικού; Γιατί; Από εκεί ξεκινούν όλα. Όταν η ρίζα δεν ποτίζεται, τι καρπούς να περιμένεις;
Οι ελληνικές διοργανώσεις;
Σε όλες τις επίσημες ελληνικές συναντήσεις-διοργανώσεις για το παιδικό βιβλίο η γκάμα των κατηγοριών για τη συγγραφή είναι μεγάλη: Βραχεία φόρμα, εκτενές παραμύθι, εφηβικό, παιδικό, πρωτοεμφανιζόμενου, γνώσεων, και ανάμεσα σε όλα αυτά και εικονογραφημένο. Η μοναδική κατηγορία που είχε από χρόνια η εικονογράφηση περιορίστηκε στο μισό (συγχωνεύτηκε με το κείμενο στον ξενόφερτο όρο picture book). Ας δοθεί στην εικόνα μία θέση. Έστω μία. Μία δική της θέση. Με επιτροπή από εικαστικούς και γνώστες της τέχνης του βιβλίου. Είναι τόσο δύσκολο;
Τι προτείνεις;
Εικαστική παιδεία. Να, τώρα, στην ανασκαφή της Αμφίπολης ήρθαν στο φως αριστουργήματα αισθητικής, και σχεδόν όλοι κοιτούν αν είναι ελληνικό το δεύτερο δάχτυλο του ποδιού της Καρυάτιδας, ή αν είναι και γιατί οι οφθαλμοί του αλόγου δίχρωμοι. Ότι η έκφραση του αποχαιρετισμού αποτυπώνεται σε άσκηση ισορροπίας με ελάχιστα βοτσαλάκια, ότι το δάχτυλο αυτό για να γίνει -ασχέτως μήκους- απαιτείται βαθειά γνώση του κόσμου, η πραγματική αγωνία του καλλιτέχνη δηλαδή, απασχολεί ελάχιστους και όχι εκείνους που εκφράζουν δημόσια άποψη.
Ευλογία θα ήταν μια άλλη στροφή. Με δυο λόγια: Εκθρονίζεται η αισθητική του σούπερ μάρκετ. Ξανάρχεται το παραμύθι με τον συμβολισμό και τη μαγεία του. Σχέδιο με το μολύβι να ξεκινάει από την καρδιά. Βλέμμα στον πολιτισμό της χώρας μας. Κλειστά μάτια μήπως έρθει και καμμιά ιδέα δική μας, καταδική μας. Και όταν τα ανοίξουμε, ας βλέπουμε στο φως, στο φως του ήλιου μας.
-----------------------------------------
Αναρτηθηκε στην ιστοσελίδα του elnipex.com την 20ή Δεκεμβρίου 2014
Αϊ-Δημητράκη μου, μικρό καλοκαιράκι μου
Γαϊδουροκαλόκαιρο, μικρό καλοκαιράκι, ινδιάνικο καλοκαίρι. Τι απ' όλα; Ολα. Ενα μικρό καλοκαίρι μέσα στο φθινόπωρο. Και λόγω γειτνίασης παραμένει καλοκαίρι. Με ορμή αλλά και απλότητα μπήκε στη ζωή μας. «Αρχές του Οκτώβρη, επιστρέφοντας από ένα από τα πρώτα ταξίδια στο εξωτερικό, Γερμανία, για την έκθεση του βιβλίου της Φρανκφούρτης», συστήθηκε στη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη.
«Στη μικρή βαλίτσα φέρνω στριμωγμένα -ανάμεσα στα παιδικά βιβλία τής Τσβέργκερ, του Κάλαϊ, του Κασπαραβίτσιους, της Πατσόφσκα- πουλόβερ, κάλτσες χοντρές, φανέλες, γάντια, σκουφί, κασκόλ. Και ένα γερό συνάχι επίσης. Βροχερή και η Αθήνα. Κουκούλωμα, γιατροσόφια και αποχαιρετισμός του καλοκαιριού. Και τέσσερις μέρες μετά, ήρθε».
- Με ποιον τρόπο;
«Με ένα πρωινό τηλεφώνημα την πρώτη Κυριακή αφ' ότου επέστρεψα. Ο ήλιος μισοσκεπασμένος. Και η φιλική φωνή: "Πάμε για μπάνιο; Εχει 26 βαθμούς!" ("είναι βάσανο ο φίλος" -Κραουνάκης). Στο αυτοκίνητο με μακρυμάνικο πουκάμισο και στο Τρίτο Πρόγραμμα η Μικρή Λευκή Αχιβάδα του Μάνου. Περνώντας από την Πεντέλη, τα κυκλάμινα σε πλήρη άνθιση. Φτάνουμε. Λάμψεις τρεμόπαιζαν στα χίλια χρώματα της θάλασσας, μυρωδιά καρπουζιού από τα βάθη της. Λίγος κόσμος. Ησυχοι όλοι, σαν να κοινωνούσαν το θαύμα. Η άμμος έκαιγε. Κατακάθαρη. Πευκοβελόνες, κουκουνάρια, φύκια, βότσαλα. Ούτε ένα σκουπίδι. Ψυχρός ο αέρας. Η φωνή της αλκυόνας, η κυανή της λάμψη. Αδειάζει ο νους. Βουτιά σε αυτό το ακριβό δώρο του καιρού. Μα πού ήμουν πριν από μια εβδομάδα, είπα μέσα μου, στο έρεβος;».
- Αυτό ήταν;
«Την επομένη δούλευα στο κέντρο, στο ατελιέ του πατέρα. Ο ήλιος ασυννέφιαστος πάνω από τη Δευτέρα αυτή. Χτυπά το εκεί τηλέφωνο: "Ξαναπάμε, μετά τις δουλειές μας;". Στις έξι το απόγευμα ήμασταν εκεί. Μόνοι, ολομόναχοι, τριγυρισμένοι από το τραγούδι του σκοτωμένου καλοκαιριού του Ελύτη. Υγρασία, η θάλασσα ευλογημένα ζεστή. Και οι νερομπογιές στο υγρό χαρτί, με τη ζέστη από τη γη, παράξενο στέγνωμα. Ως ζωγραφιές φαινόταν να έχουν τη λάμψη αυτή του μικρού καλοκαιριού, που φέρει μια ξεχωριστή δύναμη».
- Την Τρίτη;
«Και την Τρίτη πήγαμε και την Τετάρτη, δέκα μέρες στη σειρά πήραμε τόση γλύκα και ζέστη -ελεύθερα τριγυρισμένη από τη δροσιά της νύχτας και την υπόσχεση της αυριανής συνέχειας- όση όλα τα καλοκαίρια που ώς τότε είχα ζήσει. Και τι συναντήσεις! Χελώνα της θάλασσας να κάνει βόλτα έξω, ναυτίλος (έτσι λένε το μεγάλο σαλιγκάρι του νερού;) να αγκομαχάει ξεβρασμένος, και τι ευτυχία να τον ρίξεις στη θάλασσα, αετός να σέρνει περπατώντας βαριά τα φτερά του στην άμμο, γάτα με το ψάρι στο στόμα. Μόνο στο γαϊδουροκαλόκαιρο, στην Αττική, ναι! Και μη νομίζετε, είχε κόπο και χρόνο, μα έγινε προτεραιότητα και ανάγκη. Και οι τυχαίες μουσικές στην επιστροφή, παραγγελιές σχεδόν. Την ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεμώ... (Καββαδίας)».
- Η προσγείωση δύσκολη;
«Το αντίθετο. Είναι μαλακό, τρυφερό το γαϊδουροκαλόκαιρο. Στις τελευταίες μέρες του, εκεί, του Αγίου Δημητρίου, ανοίγονται τα κρασιά και πάλι ρέει το καλοκαίρι στο ποτήρι».
- Οι ημερομηνίες του;
«Από προσωπική εμπειρία, γύρω στις 18 με 28 του Οκτώβρη. Μια χρονιά είχε αρπάξει από τον Νοέμβρη 8 ολόκληρες μέρες!».
- Σαν ένα τάμα;
«Εκτός απρόοπτου βέβαια, δεν προγραμματίζω σοβαρές εργασίες (ιδίως Γερμανία!) αυτό το δεκαήμερο. Και δεν είναι η θάλασσα πάντα το απαραίτητο σκηνικό, αν και μεταξύ μας, το καλύτερο. Σε αυτό το τρυφερό αγκάλιασμα το τελευταίο του καλοκαιριού δεν θέλω να μένω αδιάφορη. Σαν ένα τάμα που το κρατάω. Που κάθε χρονιά με βρίσκει αλλιώς. Ετυχε να λάμπει ο ήλιος του από παράθυρο νοσοκομείου. Ή από το κρεβάτι της δοκιμασίας. Ή και σε ακόμη σοβαρότερα. Ωστόσο και μια συνειδητή ανάσα κάτω από τον ήλιο του, φτάνει. Πάντα αφιερωμένη στην πρώτη, αιφνίδια συνάντηση μαζί του. Και για να γυρίσουμε στην αρχή, ας ακούσουμε το L'Ete Indien από τον πάντα νέο Joe Dassin».
----------------------------------
Δημοσιεύτηκε στην εφημερἰδα "Ελευθεροτυπία", σελίδα ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ του Γιώργου Κιούση, την 1η Οκτωβρίου 2014
Τσεβρέδες, τραπεζομάντιλα, εργόχειρα, κρεβατόγυροι...
...Καλύμματα, σεντόνια, μεταξωτές κουβέρτες, φορεσιές, μαντίλια, γιλέκα, πουκάμισα, εσώρουχα, μαξιλάρια, προσχέδια σε λαδόκολλες, κλωστές, μοτίβα κ.ά.
Με το συμβολικό και κυριολεκτικό τίτλο «Η προίκα», μόλις κυκλοφόρησε πολυσέλιδο βιβλίο της Μιράντας Σοφιανού και της Φωτεινής Στεφανίδη από τις εκδόσεις του Φοίνικα. Η πολυτελής έκδοση περιλαμβάνει έργα κεντητικής, ραπτικής και υφαντικής τέχνης προερχόμενα από την Κωνσταντινούπολη και την Πέργαμο της Μικράς Ασίας. Τα κεντήματα, τα υφάσματα και τα ενδύματα αυτά, που χρονολογούνται από τις αρχές του 18ου έως τις αρχές του 20ού αι., ανήκουν στην οικογενειακή συλλογή Σοφιανού. Το βιβλίο εκδόθηκε ξεχωριστά και στην αγγλική γλώσσα (μετ. Αλεξάνδρας Ντούμα).
- Πώς ξεκίνησε η ιδέα;
«Το 1998, σε φιλική συνάντηση με τη Μιράντα Σοφιανού, πρωτοαντίκρισα και άγγιξα μερικά από τα σημαντικότερα κομμάτια της πλούσιας αυτής συλλογής. Δεκαπέντε χρόνια μετά, και ενώ αναφερόμασταν συχνά σε αυτά ενδιάμεσα, ξεκινήσαμε μια συστηματικότερη φωτογραφική καταγραφή και εκεί άρχισαν οι αποκαλύψεις. Ετσι προέκυψε η ανάγκη να κοινοποιηθεί η μοναδική αυτή επαφή-εμπειρία με τα ευρήματα των σεντουκιών της οικογένειας».
- Τα ευρήματα;
«Ενα υλικό πλούσιο και ζωντανό, που βγαίνει στο φως με αυτήν την έκδοση και μάλιστα σε σημαδιακή στιγμή. Φέτος τον Μάρτιο έκλεισαν ακριβώς εκατό χρόνια από τον ερχομό της συλλογής στην Ελλάδα, πριν από τον πρώτο διωγμό, αυτόν του 1914».
- Οι αποκαλύψεις;
«Χωρίς τελειωμό. Και όλες υπέρ ενός ανεπτυγμένου πολιτισμού, που ακόμη και σε απλά θέματα όπως, ας πούμε, η ένωση δύο υφασμάτων ή το ράψιμο ενός κουμπιού, έβρισκε λύση φαινομενικά απλή, αλλά πόσο σύνθετη σε σκέψη, πόσο ενδιαφέρουσα και λειτουργική. Συναντήσαμε πανάρχαιες τεχνικές, όπως η τρητή, η χυτή, η ραφιδευτική, οι δεσιές με τα χέρια. Είδαμε ολοζώντανα τα χρώματα από το κρεμέζι, το ρόδι, την ελιά. Ελαμψε στα μάτια μας το σύρμα από ατόφιο χρυσό και το χρυσόνημα. Νιώσαμε το μετάξι σε πολλές ξεχωριστές υφές. Βρήκαμε ίχνη από τη χρήση και τα στάδια δημιουργίας κι ακόμη ίχνη μεγάλης νοικοκυροσύνης, αλλά και της γοητευτικά ανελέητης φθοράς των αιώνων. Συναντήσαμε ενδύματα που απαιτούσαν εργασία ασύλληπτου χρόνου και λεπτότητας. Με δυο λόγια, αποκαλύπτονται η ευστροφία, η πειθαρχία, η φαντασία και η τρυφερότητα».
- Οι 240 φωτογραφίες;
«Κατά το μεγαλύτερο μέρος δικές μου, καθώς και ο σχεδιασμός της έκδοσης. Δεν είμαι επαγγελματίας φωτογράφος. Εικαστικός είμαι και αυτό έκανα. Επιδίωξα να αποδοθεί η αίσθηση που λάβαμε από τα κεντήματα και τα λογής εργόχειρα όταν τα βγάζαμε με τη Μιράντα ένα ένα από το σεντούκι και τα ξεδιπλώναμε στο φυσικό φως της μέρας. Τα μοτίβα τους παρουσιάζονται σε ανάπτυξη, αναδεικνύεται η γαλαντομία της λεπτομέρειας, ξεδιπλώνονται θαρρείς και έξω από το βιβλίο. Να προσθέσουμε εδώ ότι ο Μάριος Πελώνης απέδωσε τα μακρινά πλάνα, ο Παναγιώτης Βουβέλης έκανε τη διακριτικότατη επεξεργασία, η Βάνα Παναγιώτου έστησε ηλεκτρονικά το βιβλίο, τις τυπογραφικές διορθώσεις έκανε ο Δημήτρης Παπακώστας, και οι δυο μας με τον Μπάμπη Λέγγα είχαμε την επιμέλεια του συνόλου της έκδοσης».
- Τα κείμενα;
«Ξεκινά η Μιράντα με το ιστορικό και τα ταξίδια της Προίκας από την Πόλη και τη Σμύρνη στην Πέργαμο και από εκεί στη Μυτιλήνη, τέλος στον Πειραιά και τη Νέα Σμύρνη, τις περιπέτειες, τους ανθρώπους, τις συνήθειες. Στη συνέχεια, η στενή επαφή με το υλικό μάς οδηγεί στην έρευνα βιβλιογραφικά, ανασύρει προσωπικές μνήμες και εμπειρίες, η συλλογή αποσαφηνίζεται. Αναγνωρίσαμε τις βελονιές και τους τρόπους ύφανσης. Εγιναν εικαστικοί, μουσικοί, ποιητικοί συσχετισμοί, αφουγκραζόμασταν συνεχώς. Ολα αυτά σημειώνονταν, και με φυσικότητα βρήκαν τη θέση τους στα εισαγωγικά κείμενα και στις λεζάντες του βιβλίου».
- Εντυπωσιακό το δέσιμο!
«Οταν αναλαμβάνουν οι εκδόσεις του Φοίνικα μία έκδοση και τη βιβλιοδεσία της, εκεί το αποτέλεσμα είναι ευχάριστα απρόβλεπτο. Το πτυχωμένο μετάξι που επιλέχτηκε για το κάλυμμα αγκαλιάζει και τυλίγει την πολύτιμη προίκα και η δουλειά τού χεριού κάνει το κάθε βιβλίο μοναδικό».
----------------------------------
Δημοσιεύτηκε στην εφημερἰδα "Ελευθεροτυπία", σελίδα ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ του Γιώργου Κιούση, στις 9 Αυγούστου 2014
Όταν το σχολείο εφαρμόζει για όλα τα παιδιά το ίδιο, μπλοκάρει
Φωτεινή Στεφανίδη. Ζωγράφος, χαράκτρια, εικονογράφος και αυτά είναι μόνο εκείνα που μπορούν να τιτλοφορηθούν σε ένα ίντρο συνέντευξης. Μια σπουδαία καλλιτέχνης που έχει εικονογραφήσει με το δικό της, ιδιαίτερο τρόπο πάνω από 70 παιδικά βιβλία. Συγγραφείς όπως ο Χρήστος Μπουλώτης (η χρυσή αυτή συνεργασία για τα ελληνικά γράμματα που μετρά 25 βιβλία), η Άλκη Ζέη, ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Μαρία Αγγελίδου, ο Παναγιώτης Κουσαθανάς και άλλοι. Η μικρή πρότερη γνώση μας για εκείνη είχε εγγράψει στο σκληρό της δίσκο ότι αγαπάει το κόκκινο του καρπουζιού και το γαλανό της ξάστερης θάλασσας. Στη συνέντευξή μας μάθαμε ένα πλήθος υπέροχων χρωμάτων. Της ζωής, των βιβλίων της, των πινέλων της. Γιατί τα χρώματα δεν είναι τόσα κι εκείνα που οι περισσότεροι ξέρουμε.
Συνέντευξη στον Απόστολο Πάππο.
* Κυρία Στεφανίδη, καλωσορίσατε στο elniplex. Με ποιο χέρι ζωγραφίζετε;
Καλώς σας βρίσκω και ευχαριστώ για την πρόσκληση. Δυστυχώς με το δεξί. Μιας και ζωγράφοι που αγαπώ πολύ ζωγραφίζουν με το αριστερό. Και όπως και να έχει το βρίσκω πιο ενδιαφέρον. Χρησιμοποιώ όμως πού και πού το αριστερό στη ζωγραφική (εφτασφράγιστο μυστικό πότε και γιατί) και με βγάζει ασπροπρόσωπη.
* Πότε καταλάβατε ότι το χέρι σας έχει τη δυνατότητα να σκαρώσει κάτι καλύτερο από ό,τι ο μέσος όρος των ανθρώπων;
Δεν έχω καταλάβει κάτι τέτοιο. Ούτε αυτό για τον μέσο όρο. Νομίζω ότι όποιος δύναται να προσλαμβάνει εικόνες με το βλέμμα και κυρίως τον νου, έχει και “χέρι”. Και χρειάζεται πάλι βλέμμα και νους ανοιχτός από αυτόν που το βλέπει.
* Οι γονείς σας, το περιβάλλον σας πως αντιμετώπισε αυτό σας το ταλέντο;
Έχω ξαναπεί για τον πατέρα μου, τον Γιάννη Στεφανίδη και πάντα θα το λέω. Ξεχωριστός. Καμία αίσθηση. Στο σπίτι μας ήταν φυσικό να ζωγραφίζεις, να τραγουδάς, να κάνεις τρέλες, σχολείο να πας επειδή το θέλεις. Η μάνα μας προτιμούσε να παίζουμε παρά να διαβάζουμε. Ίσως γι αυτό διάβαζα. Ήμουν καλή στο σχολειό παρ’ όλη την ελευθερία. Συνεχίζω να διαβάζω και αγαπώ το σχολείο λιγότερο από τότε που ήμουν μαθήτρια. Το “ταλέντο” αντιμετωπίστηκε σαν κάτι εντελώς αναμενόμενο. Να κλίνουμε ρήματα, αλλά κυρίως να εκφραζόμαστε. Πιστέψτε με, με αυτόν τον τρόπο κλίνονται ορθότερα και τα ρήματα. Οι λέξεις κι αν είναι τρόπος έκφρασης. Μαθαίνεται ο πλούτος της γλώσσας μας στο σημερινό σχολείο με τη λογοτεχνία σε δόσεις;
* Καλλιτεχνικά στο σχολείο δεν κάνατε, έτσι; (Πώς αισθανόσασταν γι’ αυτό; Πόσο δίκαιο είναι αυτό για κάποιες γενιές; Πόσα ταλέντα χάθηκαν επειδή ενδεχομένως δεν υπήρχαν μαθήματα, σχολές, δάσκαλοι και γονείς να το δουν κτλ)
Κάτι κάναμε. Χωρίς νόημα τώρα που το θυμάμαι. Δεν χάνονται τα ταλέντα από την έλλειψη τεχνικών στο σχολείο. Συγνώμη που θα σας το πω, ίσως με το μάθημα αυτό, ιδίως αν γίνεται ρουτινιάρικα, χάνονται. Είναι μια ορμή διαφορετική που σε σπρώχνει εκεί. Το σπίτι είναι το φυτώριο, οι παρέες, ένα βιβλίο με ζωγραφιές που θα ανακαλύψεις, η ταινία που θα δεις εκεί που δεν το περιμένεις, η μουσική που θα ακούσεις, μια έκθεση που θα βρεθείς, το εργαστήρι το ειδικευμένο -πολλές φορές και δημόσιο- όχι το σχολείο. Το σχολείο, και πάλι συγχωρέστε με, όταν εφαρμόζει για όλα τα παιδιά το ίδιο, μπλοκάρει. Κάτι σαν εμβόλιο, κάτι σαν αντιβίωση. Σαν βρεθεί ο δάσκαλος που θα δει ένα ένα τα παιδιά χωριστά χωρίς ισοπεδωτικό βλέμμα, ακόμη και να μη γνωρίζει την ιστορία της τέχνης, εκεί μπορεί να γίνει το θαύμα. Υπάρχουν τέτοιοι δάσκαλοι, ευτυχώς. Η αντοχή τους ως πού φτάνει δεν ξέρω, έχουν να παλέψουν με πολλά.
* Σχέδιο, ζωγραφική, φρέσκο, χαρακτική, σχεδιασμός βιβλίου, επιμέλειες εκδόσεων, εικονογράφηση. Είναι οι διαφορετικές όψεις ενός καλλιτέχνη όλα αυτά ή καθένα έχει άλλη υπόσταση μέσα (κι έξω) σας;
Δεν είναι μακριά το ένα απ’ τ’ άλλο. Πώς θα με σταματήσετε τώρα.
Το σχέδιο είναι η αρχή. Να μπορείς να ανασάνεις και να αρθρώσεις.
Η ζωγραφική, ωκεανός. Έχει άπειρες διαδρομές. Μόνο να μένει ζωγραφική, το δυσκολότερο.
Το φρέσκο, ζωηρό παιδί της ζωγραφικής. Το ζωηρότερο ίσως και το πιο ελεύθερο.
Σχεδιασμός βιβλίου, εδώ πάμε προς την αρχιτεκτονική. Αυστηρή τέχνη, μα τι παράξενο, δίνει πλαίσιο στην ελευθερία. Σαν χορός επί σκηνής. Και σε άριστη σχέση με τη ζωγραφική. Την αναδεικνύει.
Επιμέλεια έκδοσης, σχεδόν σκηνοθεσία, ζητά σοβαρότητα και συνέπεια μεγάλη. Σύντροφος του σχεδιασμού βιβλίου.
Αχ, η εικονογράφηση. Άλλο παιδί της ζωγραφικής. Πόσο χαρισματικό. Πόσο παρεξηγημένο. Και τα 2-3 τελευταία χρόνια στη χώρα μας ξανά καταδικασμένο να φοιτά σε στενόμυαλο σχολείο. Στο τελευταίο θρανίο. Με δάσκαλους το εμπόριο και την κυρία Κρίση, να την σηκώνουν για μάθημα και όταν τα λέει σωστά και με σκέψη καθαρή να την κατεβάζουν κάτω. Και της δίνουν και αποβολή. Πρώτοι σε αυτήν την τάξη, οι κριτικοί παιδικής λογοτεχνίας, όχι όλοι, προς θεού, αυτοί που αναφέρονται με μάξιμουμ ΜΙΑ τετριμμένη λέξη στον μόχθο όλης αυτής της προσφοράς, και οι αντιγραφείς (πόσο ντρέπομαι κάθε φορά που βλέπω στυγνά να αντιγράφονται οι ιδέες των άλλων, πολλές φορές διεθνώς γνωστών συναδέλφων, αλλά και λιγότερο γνωστών ως πιο εύκολη λεία). Και ακούν και μπράβο βέβαια μιας και οι κριτικοί που είπαμε πιο πάνω ή και οι κρατούντες ακόμη σημαντικότερες θέσεις δεν έχουν και ιδέα από τέχνη. Εκεί ειδικά μεταχειρίζονται περισσότερες της μίας λέξεις. Και βραβεύονται, βεβαίως οι αντιγραφείς. Και πουλάν επίσης. Επιβλέπων σε όλη αυτήν την κατάσταση, “αυτό που αρέσει στα παιδιά”. Με σημαία τα χρώματα που κάποιοι θέλουν να αρέσουν στα παιδιά. Το φούξια σε συνδυασμό με το τυρκουάζ, το κατακίτρινο και το λαχανί. Το ωμό κόκκινο, το μπλε που βγάζει μάτι (απουσιάζουν από την παλέτα μου, πρωταγωνιστούν σε όλες τις συσκευασίες ειδών για παιδιά, ρούχα, σχολικές τσάντες, αντικείμενα, με δυο λόγια “αισθητική σούπερ μάρκετ”). Και τα παιδιά τα ίδια, έξω από την αίθουσα. Και από αυτό που θα τους άρεσε. Που δεν ξέρουν πια ποιο είναι. Και η εικονογράφηση, η καλή και από ψυχής και γνώσης προερχόμενη, τρέχει στη μαμά ζωγραφική και βρίσκει καταφύγιο και άλλα φτερά να πετάξει για αλλού. Σταματώ. Και δεν ελπίζω, αλλά συνεχίζω μέχρι όπου πάει.
Κάτι ακόμη. Τελευταία μανία, ζωγραφική επί πηλού. Η μαγεία της αλλαγής των χρωμάτων στο ψήσιμο. Ελεύθερο παιδί κι αυτό της μαμάς ζωγραφικής, άκρως ψυχοθεραπευτικό.
* Ο Χρήστος Μπουλώτης πώς μπαίνει στη ζωή σας;
Με γλυκύτητα και αληθινή φιλία από το 1996. Γνωριζόμασταν βεβαίως από παλιότερα. Πρώτο μας βιβλίο “Ο Κάδμος, η σκυλίτσα του και το φεγγάρι”. Βρήκε τις εικονογραφήσεις που έκανα εκείνη την εποχή για τα παραδοσιακά παραμύθια ενδιαφέρουσες, ταιριαστές και για τον δικό του λόγο. Και έτσι ξεκινήσαμε μια πορεία ζωής. Μου φαίνεται 25 βιβλία, ίσως και παραπάνω. Γενναιόδωρος, αγαπησιάρης, λάτρης της εικόνας. Ζωγραφίζει και ο ίδιος – κατά τη γνώμη μου πολύ όμορφα και εντελώς δικά του πράγματα. Αναγνωρίσιμος.
* Είναι τόσο άψογη η συνεργασία σας όσο το τελικό αποτέλεσμα που βλέπουμε εμείς ως αναγνώστες;
Για μένα, ναι. Η συνεργασία μας άψογη. Ξεκινά και ταξιδεύω. Ενθουσιάζεται και πετάω. Και σε ό,τι (κατά κάποιο τρόπο) τον ενοχλεί, και τις πιο πολλές φορές συμφωνώ, βρίσκουμε λύσεις μαζί για το καλό του βιβλίου, πάντα. Ρομαντικούς μπορείτε άνετα να μας πείτε τη στιγμή που νοιαζόμαστε πέρα από το σύνολο και για τις άπειρες λεπτομέρειες τη στιγμή που πολλές φορές αυτές οι καθαρές προσπάθειες βρέθηκαν εμπορικά μπλοκαρισμένες στο να φτάσουν στους αποδέκτες τους, τα παιδιά. Για να θυμίσουμε μέχρι και τις εκποιήσεις ή και πολτοποιήσεις του μεγάλου εκδοτικού οίκου που έκλεισε το 2010.
* Πείτε μας ένα περιστατικό από την μακροχρόνια αυτή συνεργασία…
Περιστατικό; Όταν φτιάχναμε το “Πετάει, πετάει ο σκύλος” το 2003, για μεγάλο χρονικό διάστημα εμφανίζονταν στην καθημερινότητά μας σκύλοι Δαλματίας (σαν τον ήρωα του βιβλίου) συχνά και απρόβλεπτα. Το ίδιο και με το “κίτρινο λεωφορείο” το 2011. Έχει επανειλημμένα εμφανιστεί. Και με την “κυρία Μίνα” το 2007 είχαμε κάτι, και με τον “γάτο της οδού Σμολένσκη” συμπτώσεις μπόλικες το 2006, και με το “άγαλμα που κρύωνε” το 1999. Σαν ο Χρήστος να έχει αυτό το χάρισμα, ό,τι γράφει να γίνεται και αληθινό. Να ποντάρουμε τώρα, το 2014, στην “Επανάσταση των παλιών παιχνιδιών”; Ήδη έχουμε κρούσμα.
* Η αδυναμία στην αβγοτέμπερα (συγνώμη για το βήτα) πώς προέκυψε;
Αδυναμία μόνο; Εξαρτώμενη είμαι. Ξεκίνησε από την ΑΣΚΤ. Κάναμε μικρές μακέτες για τις νωπογραφίες. Πριν πάμε στο σοβά δηλαδή, που είναι κάτι τελείως διαφορετικό βέβαια. Αβγά άφθονα λόγω αγιογραφίας στο εργαστήριο του Κωνσταντίνου Ξυνόπουλου. Κατόπιν τη χρησιμοποιούσα συχνά σε προσχέδια για οποιοδήποτε έργο, άρχισε να ανακατεύεται με τα λάδια και τα μελάνια και στο τέλος επικράτησε σχεδόν σε όλα που κάνω. Κατακυρίευσε και την εικονογράφηση. Είναι πολύ πλούσια τεχνική αν επιμείνει κανείς. Δίνει πολλά.
Γιατί ζητάτε συγνώμη για το βήτα; Ολόσωστο είναι! Αβγό και αφτί, με πάθος τα γράφω έτσι. Το ξέρετε και με πειράζετε!
* Αγαπάμε πολλά βιβλία σας αλλά δε θα το κρύψουμε… Αυτή η κυρία Μίνα μας έχει πάρει το μυαλό. Τελικά, ποια είναι η κυρία Μίνα και τι φέρνει στη ζωή μας την άνοιξη;
“Τελικά”, καλά το είπατε. Πονέσαμε που έφυγε από τη ζωή η κυρία Μίνα Ζάννα. Την άνοιξη στη ζωή μας το λέει και η ίδια η ιστορία τι την φέρνει. Να σπάσει ο κρίκος της μονοτονίας, να βγούμε απ’ τα καβούκια – καλούπια, να δουλέψουμε όλοι μαζί, να αγαπήσουμε, να αγαπηθούμε, να αφηνόμαστε στη μουσική, στη φιλία και όλα ανθίζουν. Δυστυχώς έμαθα ότι το βιβλίο δεν θα επανεκτυπωθεί. Όπως και πολλά άλλα που με πολύ κόπο και αγάπη δουλεύτηκαν. Και πονάει, γιατί όλα αυτά τα ωμά φούξια, ροζ, λαχανιά, κίτρινα κλπ. που ανέφερα πριν, μεσουρανούν ξανά. Μα γιατί, θα πει κάποιος, αυτά είναι τα χρώματα της άνοιξης. Ε, όχι, δεν είναι. Η φύση κάνει μεγάλη οικονομία στα χρώματα αυτά. Είναι τα στολίδια της. Και βεβαίως δεν είναι ακρυλικά, είναι ονειρεμένα χρώματα όταν είναι φυσικά.
* Από πού αντλεί έμπνευση η Φωτεινή Στεφανίδη; Υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που σας ηρεμεί ή σας ξεμπλοκάρει όταν δεν έρχεται αυτό που πρέπει να έρθει;
Δεν μπορώ να κάτσω. Το άσπρο χαρτί η μεγαλύτερη έμπνευση. Πολλές φορές, ένα ασήμαντο συμβάν επάνω στην επιφάνεια της ζωγραφικής, ανασύρει κάποιο προσωπικό γεγονός που αλλιώς θα έμενε ξεχασμένο. Δουλεύοντας επάνω σε αυτό, συντονίζεται όλο το έργο. Πραγματικά ένας αγώνας. Ευχάριστος και κοπιαστικός. Προσωπική μυθολογία λοιπόν, παρατήρηση, τυχαίο, συνειρμοί. Σχέδιο όμως δεν σταματάμε πο-τέ.
* Πολλά βραβεία, κυρία Στεφανίδη. Πολλές διακρίσεις και πολλά ταξίδια. Η παράξενη αγάπη της Φωτεινής και του αβγού ή του πινέλου ενδεχομένως;
Καλό ακούγεται. Ή ενδεχομένως του χρωστήρα, όπως αγαπά να λέει ο Χρήστος Μπουλώτης. Οι διακρίσεις ερχόντουσαν σταγόνα σταγόνα. Παράξενο, αλλά δεν διαλέγουν. Η αλήθεια είναι, γίναν μπόλικα βιβλία. Και δουλεμένα με διάθεση ξεχωριστή το καθένα. Κάποια από αυτά διακρίθηκαν. Κάποια έργα ταξίδεψαν. Ας φτάνουν στα χέρια των παιδιών μας τα βιβλία, η καλύτερη διάκριση είναι αυτή.
* Κόκκινο, ώχρα, λευκό. Έχουν συναισθήματα τα χρώματα; Ή στον καθένα γεννούν διαφορετικές ιδέες, σκέψεις, στιγμές; (Και τελικά ο χρόνος είναι… χρώμα για εσάς;)
Τι κόκκινο; Χοντροκόκκινο, κιννάβαρη; Μήπως μίνιο; Τι ώχρα; Χρυσή ή κίτρινη; Ή ωμή εντελώς από την Μήλο; Τι λευκό; Τσίγκου ή Μήλου; Τι μαύρο; από καμμένα οστά ή φούμο; Τι κυανό; Κοβαλτίου ή λουλακί; Μήπως λάπις; Ή απλώς φούμο με λευκό; Τι πράσινο; Τσιμέντου ή σμαραγδί; Ίσως χαλκού; Τι βιολέ; Εδώ ξέρω, μόνο από παπαρούνες σε γυάλινο βάζο, κλεισμένο καλά και ξεχασμένο στον ήλιο. Το άνοιξα και βρήκα το πιο θεσπέσιο μενεξεδί. Ν. Ηράκλειο, έτος 1971, εννέα ετών. Δεν θυμάμαι τι απέγινε. “Ο χρόνος είναι χρώμα”…κυρίως, ναι. Μπουλώτεια έκφραση.
* Στα ελληνικά σχολεία, το χρώμα και η ζωγραφική τι θέση έχουν; Έχετε εικόνα;
Συγνώμη που θα είμαι ωμή, στα αζήτητα. Στο πρόγραμμα ρουτίνας. Μακάρι να πέφτω έξω μιας και δεν μπορώ να έχω συνολική εικόνα. Εκτός, το είπαμε και πριν… αν έχουν τρυφερό – σκληρό δάσκαλο με αντοχές και διάθεση να κοινωνήσει φως. Και εκείνος πάλι, για όσο αντέξει. Κι εκείνα, πολλές φορές ξεχωριστά, δίνουν δύναμη και στον δάσκαλο τον ταλαιπωρημένο. Με τις εξαιρέσεις πάει μπροστά ο κόσμος (Μάνος Χατζιδάκις)
* Αν σας ζητούσε κάποιος να ζωγραφίσετε την Ελλάδα του 2014, τι ακριβώς θα κάνατε;
Αν μου ζητούσε κάποιος, δεν θα έκανα τίποτε. Την Ελλάδα του 2014 ζωγραφίζω χωρίς να μου το ζητήσει κανείς. Είναι η Ελλάδα που την κουκουλώνουν και υπάρχει και θα υπάρχει. Αυτή η Ελλάδα που ο Γιάννης Τσαρούχης υπογράμμισε με τόση τρυφεράδα, ο Γιάννης Μόραλης, ο δάσκαλός μου, κωδικοποίησε υπέροχα γελαστός πάντοτε, ο Νίκος Νικολάου ύμνησε με ένα φύλλο συκιάς, ο Κώστας Γραμματόπουλος με την Άννα και τον Μίμη, και τη Λόλα μη ξεχνιόμαστε, ο Γιάννης Κεφαλληνός με το Παγόνι του δίπλα στον μοναδικό κορμό του πεύκου, ο Γιάννης Στεφανίδης με τα 560 μυθολογικά του σχέδια, ο Γιώργης Βαρλάμος με τα αγριολούλουδά του, και να αναφέρω και δυο τρεις της γενιάς μου, ο Κώστας Παπανικολάου με τις βαρκούλες και τις σκιές τους, ο Δημητρης Μπέζας με το τρυφερό του φως, η Ζωγραφία Αδαμοπούλου με τον έμπρακτο σεβασμό μέσω των αρμονικών της έργων στους δασκάλους μας. Παλεύω κι εγώ την Ευωχία να κρατήσω ζωντανή. Για μικρούς και μεγάλους. Κι άλλοι πολλοί παλεύουν. Τι στο καλό; Χαμένος θα πάει τόσος κόπος; (Η επιλογή των ζωγράφων εντελώς υποκειμενική και στιγμιαία. Ευτυχώς είναι πολλοί οι σημαντικοί)
* Τι περιμένουμε τους προσεχείς μήνες από τα χέρια σας;
Δυο πράγματα ετοιμάζω. Το ένα με τα ερωτικά μυθολογικά αχνοφάνηκε στην έκθεση ΧΛΩΡΙΔΑ που συνεχίζεται στο Ντεκίρικο στον Βόλο. Το άλλο, αχ, το άλλο… Μόνο ένα όνομα ξεφουρνίζω, και όλα τα άλλα στο μυστήριο… Συνεργασία με τη Λίλη Λαμπρέλλη… 24 αβγοτέμπερες, μπορεί και 28…
* Κυρία Στεφανίδη, ευχαριστούμε για την τιμή!
Επιμένετε/επιμένεις στο κυρία; Μετά από τόσες εκμυστηρεύσεις μήπως αρκεί το Φωτεινή; Εγώ ευχαριστώ για τη φιλοξενία, Απόστολε.
----------------------------------
Αναρτήθηκε στο elniplex.com την 29η Μαρτίου 2014
"Γεύσεις Ψυχής" στον καμβά της Φωτεινής Στεφανίδη
Η διεθνώς καταξιωμένη εικαστικός μιλά στο "Thema People" για την έμπνευσἠ της και τη νέα της έκθεση στις Βρυξέλλες
Της Φοίβης Παρασκευά
* Πως προέκυψε ο τίτλος της έκθεσης με θέμα «Γεύσεις ψυχής»;
Το κεντρικό, μεγάλου μεγέθους έργο της έκθεσης, μια αβγοτέμπερα 1,50 επί 10,60 μέτρων δουλεμένη σε βαμβακόχαρτο με τίτλο “Σιωπηρή ευωχία”, έχει ως θέμα επίμηκες τραπέζι, στρωμένο λευκό τραπεζομάντιλο, με λογής καρπούς επάνω του, πιοτά, λουλούδια, αντικείμενα, μισοτελειωμένα γεύματα, ψάρια έτοιμα για να ψηθούν και ό,τι μπορεί να βρεθεί σε στιγμές ουσιαστικής απόλαυσης της ζωής. Συμπληρωματικά, οι δώδεκα πίνακες με τους προσωποποιημένους μήνες έχουν φόντο ομοιόμορφα τραπέζια με ακουμπισμένα τα εποχικά δώρα του καθενός, όπως προσωπικά αξιολογήθηκαν. Λίγα και πολύ αγαπημένα. Επομένως η γεύση παίζει τον πρώτο ρόλο. Και μιας και οι γεύσεις αυτές είναι απλές, αυθεντικές και σχεδόν όλες φυσικές και βιωμένες, απευθύνονται όχι τόσο στον ουρανίσκο, αλλά στο βλέμμα και βεβαίως στην ψυχή.
* Έχετε εικονογραφήσει βιβλία - έργα τέχνης που έχουν βραβευτεί στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Τι ρόλο παίζει το παραμύθι στην ζωή σας;
Αρχικά ξεκίνησε σαν παράλληλη ενασχόληση. Σαν απόφαση στο να προσφέρω στα παιδιά την τέχνη που μου προσφέρθηκε κι εμένα στην παιδική μου ηλικία από τις ξεχωριστές εικονογραφήσεις του πατέρα μου και από τα ιδιαιτέρως ποιοτικά βιβλία των πρώτων τάξεων του Δημοτικού της δεκαετίας του 60. Και κατόπιν έγινε πάθος, και πηγή έμπνευσης και για τα καθαρά ζωγραφικά έργα. Η θεματολογία του παραμυθιού δεν στερεύει και πολλές φορές φωτίζει ανεξερεύνητες περιοχές μέσα μου. Με κρατάει από το χέρι να γνωρίσω τον κόσμο τον μέσα και τον έξω, και -τι προνόμιο- να τον ζωγραφίσω.
* Αντλείτε την θεματολογία σας και από την ελληνική μυθολογία. Τι απήχηση έχει αυτή στο εξωτερικό;
Με την ελληνική μυθολογία έχω ασχοληθεί δύο φορές. Τη μία με την απόδοση και εικονογράφηση ερωτικών μύθων για ενηλίκους, και την άλλη με την τετράτομη σειρά του Διονύση Σαββόπουλου που απευθύνεται σε παιδιά, που την απολαμβάνουν επίσης και οι μεγάλοι. Το περισσότερο ασχολούμαι με την προσωπική μυθολογία. Και συμπίπτει πολλές φορές η μία με την άλλη, ίσως γιατί λατρεύω ό,τι φυσικό και ελληνικό με όλη μου την ψυχή. Η απήχηση αυτής της εικόνας, με τα γαιώδη τα στολισμένα λιτά με πράσινο τσιμέντου, μπλε κοβαλτίου και κιννάβαρι, δυνατόν να παρέχει σε μερίδα ξένων αυτό που ζητούν μέσα τους βαθιά όταν έρχονται στην Ελλάδα. Την αίσθηση ισορροπίας όπου τίποτε δεν κραυγάζει, της απόλαυσης, αλλά και του μέτρου. Του απρόβλεπτου πολλές φορές, της έντασης των στιγμών, της ποίησης που υποφώσκει στα κατά κανόνα ασήμαντα. Και τότε μια απλή στιγμή γίνεται μυθολογία.
* Τι εμπειρία αποκομίζετε ως Ελληνίδα από τις αντιδράσεις του κοινού;
Περήφανη αισθάνομαι. Όχι για τα μπράβο, αλλά γιατί τους βλέπω χαμογελαστούς, να αγγίζουν δειλά την επιφάνεια τη ζωγραφισμένη με αβγοτέμπερα και ή να κλείνουν τα μάτια και να μυρίζουν τους πίνακες. Έγινε κι αυτό. Σαν να κουβαλώ από την Ελλάδα ένα μυστικό κουτί που ανοίγει στην ψυχή τους μπροστά και γίνονται πιο αυθόρμητοι. Και τόσο φιλικοί. Και ρωτάνε, ρωτάνε σαν παιδιά το κάθε τι, και άλλο που δεν θέλω να τους εξηγώ αυτές τς συνταγές ψυχής, να ζεσταίνονται οι καρδιές. Η καλύτερη επικοινωνία.
* Στη δουλειά σας αρκετές φορές υπάρχουν θεματικοί κύκλοι, σαν μια ιστορία που εξελίσσεται και που πρέπει να ανακαλύψεις. Αυτές οι ιστορίες είναι βιωματικές ή απλά περιγραφικές;
Αυτό ξεκίνησε από τα παραμύθια. Από την εσωτερική τους δράση περισσότερο. Και όταν μεταπήδησε στη ζωγραφική επιφάνεια άρχισε να αφηγείται βιώματα και μάλιστα να τα αποκαλύπτει και σε μένα την ίδια. Ευγνωμοσύνη λοιπόν στο καλογραμμένο παραμύθι, παλιό και σύγχρονο, που με την ενασχόληση μαζί του άνοιξε κι άλλους δρόμους στην εσωτερική εξερεύνηση που βοηθά πολύ και στην εξωτερική. Τόπων, τρόπων και χαρακτήρων. Βιωματικές λοιπόν εξ ολοκλήρου.
----------------------------
Δημοσιεύτηκε στο "Thema People", στις 24 Νοεμβρίου 2013
Με τις «γεύσεις ψυχής» στις Βρυξέλλες
Με μια μακρά πορεία στον κόσμο των εικαστικών και 21 διεθνείς και ελληνικές διακρίσεις, η Φωτεινή Στεφανίδη έρχεται στις Βρυξέλλες για να μοιραστεί τις… γεύσεις της ψυχής της.
Με τον τίτλο «Γεύσεις ψυχής», η έκθεση που φιλοξενείται στον πολυχώρο τέχνης «Περίπλους» έρχεται να μας ταξιδέψει σε προσωπικές μνήμες, με όχημα φρούτα, λουλούδια, αντικείμενα, καρπούς και εδέσματα που υπερβαίνουν την πρωταρχική τους ιδιότητα για να μετουσιωθούν σε σύμβολα με ξεχωριστή υπόσταση.
Και όλα αυτά ιδωμένα υπό το πρίσμα του κύκλου της ζωής.
Οι δώδεκα προσωποποιημένοι μήνες αποδίδονται πάνω σε μια χρωματική γκάμα που αλλάζει αρμονικά και δίνει τον τόνο σε διάθεση και καιρό.
Γιατί στο έργο της ζωγράφου, το χρώμα γεννά συναίσθημα και το συναίσθημα μνήμες.
«Όλα τα έργα» μας εξηγεί η Φωτεινή Στεφανίδη «έχουν στρωμένα τραπέζια με κάποιο φρούτο ή καρπό. Παρόλα αυτά, η σημασία τους δεν είναι αυτή της τροφής αλλά η ενέργεια που αφήνουν, η ατμόσφαιρα που δημιουργούν, η εικόνα που εν τέλει αποτυπώνεται στο υποσυνείδητό μας».
Στο βάθος της αίθουσας, η «Σιωπηρή ευωχία». Ένα έργο εντυπωσιακό, ζωγραφισμένο πάνω σε βαμβακερό χαρτί 11 μέτρων.
«Ένα τραπέζι χωρίς τέλος», όπως μας εξηγεί η δημιουργός. «Όλα είναι βγαλμένα μέσα από την προσωπική μυθολογία, από εικόνες και συναντήσεις που έχουν συμβεί».
«Το τραπέζι απείρως εκτατό, λευκό τραπεζομάντιλο, δεν έχει αρχή και τέλος, διατρέχει τόπους και καιρούς, από Ανατολή σε Δύση, αν και το στίγμα του έκδηλα ελληνικό, γιατί ελληνικός ο παλλόμενος χρωστήρας που το ιστόρησε βήμα βήμα ως την ανοιχτή ολότητά του- απόσπασμα και ολοκλήρωμα μαζί» γράφει ο «νονός» του έργου συγγραφέας Χρήστος Μπουλώτης.
Μιλώντας στη συνέχεια για τη σχέση του Έλληνα με τις εικαστικές τέχνες, η κυρία Στεφανίδη ήταν ξεκάθαρη. «Είναι θέμα παιδείας. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι σήμερα η δική μας η γενιά ακόμα θυμάται έντονα τις εικόνες από το Αλφαβητάρι το οποίο μέχρι τις μέρες μας αγαπιέται».
Ποιος είναι ο καλλιτεχνικός σας στόχος με την κρίση που βιώνει η κοινωνία;
«Να υπογραμμίσω το βιωμένο ελληνικό στοιχείο, που σήμερα βλέπουμε να γίνεται, δυστυχώς, αντικείμενο κατάχρησης. Και όταν κάποιος έρχεται σε επαφή με το έργο μου να αφήνεται να βρίσκει τα στοιχεία εκείνα που θα τον αγγίξουν και θα τον ξεκουράσουν άλλά και που θα του υπενθυμίσουν ότι πρέπει να αγωνιστεί για να τα κρατήσει» είπε χαρακτηριστικά. (...)
--------------------------------------------
Δημοσιεύτηκε στην σελίδα ειδήσεων της "Euronews", στις 11.11.2013
Εικαστικές «Γεύσεις ψυχής» στον «Περίπλου»
Γεννημένη στην Αθήνα, κόρη του ζωγράφου Γιάννη Στεφανίδη, ολοκλήρωσε σπουδές ζωγραφικής και νωπογραφίας στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, με δασκάλους τον Μόραλη και τον Μυταρά.
Εχει αποσπάσει 21 ελληνικές και διεθνείς διακρίσεις και έχει εικονογραφήσει ή κοσμήσει με εικαστικά έργα περίπου 80 εκδόσεις. Τη 14η ατομική της έκθεση με εξήντα έργα και τίτλο «Γεύσεις ψυχής» εγκαινιάζει αύριο, στις 6 μ.μ., στον Πολυχώρο «Περίπλους» στις Βρυξέλλες, 115 rue Froissart, τηλ. +322 230 93 35+322 230 93 35, η ζωγράφος Φωτεινή Στεφανίδη.
«Γεύσεις ψυχής»;
«Τραπέζια στρωμένα, το ζωγραφικό σκηνικό για τα περισσότερα έργα. Μη φανταστείτε πλούσια τα εδέσματα. Μονάχα πολύτιμα, με την έννοια του σπάνιου και δυσεύρετου στην απλότητά του. Εδώ έχει λόγο και η ψυχή και το κορμί του ανθρώπου».
«Σιωπηρή ευωχία» το κεντρικό έργο και εντεκάμετρο;
«Δέκα μέτρα και εξήντα εκατοστά. Τόσο όσο και το τραπέζι που εικονίζεται. Οταν προμηθεύτηκα το χαρτί, λυπήθηκα να το κόψω. Από εκεί ξεκίνησε η ιδέα. Στον τίτλο, νονός ο Χρήστος Μπουλώτης. Ευθύνεται και για το θέμα σε μεγάλο βαθμό. Τότε μόλις είχα κάνει έγχρωμα σχέδια επάνω στο ποίημά του "Για σένα, πουλί μου". Ισα που μου είχε ανοίξει η όρεξη (θα υπάρχουν και από αυτά τα σχέδια στην έκθεση). Χρειάστηκαν τα έντεκα μέτρα για να εκφραστεί εκείνη η αίσθηση. Και νύξεις αργότερα, και στάση ζωής. Ο Χρήστος έγραψε την εισαγωγή και στο ομότιτλο βιβλίο, που μόλις κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Ολα εν σιωπή (ηχηρή μάλιστα) και απείρως εκτατά αναφέρονται στο κείμενό του αυτό που με συγκίνησε πολύ».
Σας δυσκόλεψε;
«Δουλεύτηκε σχεδόν δέκα χρόνια. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του, για τρία χρόνια. Κατόπιν έγιναν μόνο μικρές παρεμβάσεις. Απαραίτητες όμως για την ολοκλήρωση. Το έργο "το χωρίς κόπο" το ονομάζω. Ειλικρινά, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι πώς έγινε. Καλοκαίρια στον Μαραθώνα σε κτήμα φίλων, φθινόπωρα στην αυλή στο Ν. Ηράκλειο, χειμώνες στο μικρό μου εργαστήρι, τυλιγόταν, ξετυλιγόταν, δουλευόταν, μια τσάντα με τα χρώματα ειδικά γι' αυτό, ένα χαμηλό σκαμνάκι, μια πινακίδα μεγάλη με δυο ρολάκια δεξιά-αριστερά, πινέλα μακρύτριχα, αβγά και κυρίως διάθεση, τα μέσα που χρειάστηκαν».
Και νεαροί άντρες;
«Δώδεκα πίνακες-μήνες, με πρωταγωνιστές τα πρόσωπα της κάθε μέρας, της διπλανής πόρτας. Τα σύμβολά τους φρούτα, άνθη, καρποί, εποχικές απολαύσεις. Δεν βαστώ που σιγά σιγά τα στερούνται και μαζί με τους μήνες κι εμείς. Είχα ανάγκη αυτή την καταγραφή. Μια τετραχρωμία από μαύρο, πράσινο τσιμέντου, ώχρα, κι ένα κόκκινο - μείγμα από κιννάβαρι και χοντροκόκκινο, εκφράζει την αλλαγή των εποχών και αποτελεί το φόντο των έργων.Το κείμενο που συνοδεύει αυτή τη σειρά το έγραψε λιτά και εξαιρετικά η Ιφιγένεια Μαστρογιάννη».
Αβγοτέμπερα;
«Εν έτει 2013, ειδικά τώρα. Ποιος αρέσκεται σε νάιλον πουκάμισο; Γιατί λοιπόν να είναι ακρυλική η ζωγραφική μας παρέα με τα όνειρά μας; Η πινελιά της αβγοτέμπερας είναι μικρόκοσμος. Αφήστε που είναι ζωντανή. Κάνει αλλαγές μονάχη της στα έργα, τόσο ευπρόσδεκτες. Κι έχει και συμπάθειες. Μυρίζει όμορφα με τους παλιούς της γνώριμους -τα χρώματα της γης-, είναι δύσοσμη με τα μέταλλα και τα δηλητηριώδη μπλε. Μόνη της δίνει οδηγίες για το τι ταιριάζει. Εναρμονίστρια. Εχει τόσο πλούτο, που δεν βάζει ο νους. Αν τη δείτε μεγεθυμένη!».
Και στις εικονογραφήσεις;
«Εκεί κι αν χρειάζεται. Πώς να ελπίζω αλλιώς να πετύχω ουκ εν τω πολλώ το ευ; Για τα παιδιά μας το καλύτερο! Και ενθουσιάζονται αν τους δείξεις την τεχνική. Είναι τόσο οικεία».
Οι προδοκίες σας;
«Η επαφή με τον κόσμο, το ταξίδι εκτός συνόρων, το απρόβλεπτο. Θα μυρίσει αβγοτέμπερα, κάτι σαν περηφάνια»
----------------------------------------------
Δημοσιεύτηκε στην εφημερἰδα "Ελευθεροτυπία", στην σελίδα ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ του Γιώργου Κιούση, στις 6 Νοεμβρίου 2013
Αντίσταση με προσφορά προς κάθε κατεύθυνση
Η ζωγράφος και εικονογράφος παιδικών βιβλίων χρωματίζει με λέξεις και υλικά της παιδικής φαντασίας τη σκληρή καθημερινότητα
«Με φόβο και χωρίς πάθος. Αναμένοντας όμως τη στιγμή που θα επιτρέψει το πέταγμα πάνω από τα δήθεν απαραίτητα αυτών των ημερών». Ετσι θα μυθολογούσε τις μέρες που ζούμε.
Οσο για την εικονοπλασία της νεοναζί ειδησεογραφίας μας; «Η βιτρίνα με τα πλαστικά παιδιά και το κίτρινο λεωφορείο. Το λεκιασμένο πεζοδρόμιο. Σκιές χωρίς σώματα. Οι χειρότερες». Η ζωγράφος και εικονογράφος παιδικών βιβλίων Φωτεινή Στεφανίδη χρωματίζει με λέξεις την καθημερινότητά μας, με υλικά της παιδικής φαντασίας, και προσδοκά την «Επανάσταση των παλιών παιχνιδιών».
* Πώς εικονογραφείτε την οκτωβριανή μας καθημερινότητα;
- Α, να τη. Ψηλό τετράγωνο τακούνι. Μαλλί ισιωμένο και γυαλισμένο, κομμένο πιο μακρύ μπροστά, όπως συνηθίζεται. Νύχι γυαλιστερό σκληρό. Μάτι βαμμένο έξω, άδειο μέσα. Αχ, και με την πρώτη βροχούλα να λιώσει, να εξαφανιστεί, να γίνουν οι στιγμές αληθινές, φωτεινές, ξεχτένιστες, ξυπόλυτες, χωρίς γωνιές και βερνίκια.
* Οι ξεχασμένες λέξεις της εποχής μας;
- Ολες στο «Παραμύθι με τις ξεχασμένες λέξεις» της Ιφιγένειας Μαστρογιάννη, τι ερώτηση!
* Μια μελωδία γι' αυτό που ζούμε;
- Πέρασε... και πέρασε... και πέρασε... «Παιδικά παιχνίδια» το λένε νομίζω. Κραουνάκης - Νικολακοπούλου. Με τον Γιώργο Μαρίνο.
* Σας επηρέασαν τα παραμύθια του Καντίνσκι;
- Μαθεύτηκε κι αυτό; Πολύ χαίρομαι. Καθαρά χρώματα, κηλίδες φωτός στο σκοτάδι, στα πρώτα βήματα μού κρατούσε το χέρι. Το άλλο χέρι ο πατέρας μου.
* Τι θυμάστε από τη μαθητεία σας κοντά σε Μόραλη και Μυταρά;
- Από τον Μόραλη τη γνήσια αξιοπρέπεια κάθε στιγμής. Είχε ένα μικρό μπλοκάκι. Εκεί σχεδίαζε για να μας δείξει τι εννοεί, σεβόταν τα τελάρα μας. Το έβαζε αμέσως μετά στην τσέπη της λερωμένης ρόμπας, χακί το χρώμα της, αυτήν που φορούσε επάνω από τα υπέροχα κοστούμια του. Το ζέσταμα του μαύρου με την ώχρα. Τις καλοζυγισμένες συνθέσεις. Το χαμόγελό του. Σε δύο από τις πορείες για το Πολυτεχνείο, τον θυμάμαι στου «Ζόναρς», όρθιο στο πεζοδρόμιο. Μας περίμενε χειροκροτώντας. Από τον Μυταρά, την εξυπνάδα, τη γνώση που μόνος είχε κερδίσει και με παιδικό καμάρι (πολύ τιμητικά το αναφέρω) τη μετέδιδε σε μας.
* Τι σας οδηγεί στην εικονοποίηση των λέξεων στα βιβλία;
- Μόλις παραβιαστεί το λευκό του χαρτιού, αρχίζουν οι αποκαλύψεις. Πολλές κάθε φορά οι επιλογές. Ακολουθώ αυτήν που ψιθυρίζει τις λέξεις του κειμένου, ή ανασαίνει τον αέρα του ήρωά του. Και ξετυλίγεται όλο μετά.
* Οι εικονογραφήσεις είναι ολοκληρωμένες σειρές εικαστικών έργων;
- Οταν έχουν βρει το στόχο τους, πάντα. Και προκαλούν και άλλα έργα, ίσως και πολύ αργότερα.
* Τα υλικά σας;
- Χρώματα σε σκόνες από τα παλιά. Χοντροκόκκινο από κεραμίδι, μαύρο από οστά, ώχρα, πράσινο τσιμέντου, μπλε λάπις, λουλακί, μίνιο, λευκό Μήλου, ώχρα Λήμνου, κιννάβαρι. Για τη σύνδεση αβγό και ξίδι. Ακόμη: μολύβι, μελάνι, ξυλομπογιά, νερομπογιά. Χαρτιά βαμβακερά, ξύλο, λινό. Κυρίως, φυσικά και παλιά υλικά. Και χαρακτική με ό,τι βρεθεί. Του χεριού πάντα.
* Τι ζητά το παιδί από ένα βιβλίο;
- Αντίθετα, το βιβλίο ζητάει την προσοχή του παιδιού. Καθόλου προβλέψιμη κι αυτή η σχέση. Αλλά αν δέσει, είναι θαύμα.
* Η φαντασία παρασύρει απρόβλεπτα το αποτέλεσμα;
- Μόνο η φαντασία; Ποτάμι έχουμε και κυλούν όλα μέσα κι έξω μας. Πώς να μην παρασυρθεί;
* Οι αγαπημένοι σας μύθοι;
- Ο,τι έχει να κάνει με ταξίδι. Ακόμη κι αν ο ήρωας δεν πάει πουθενά. Η αλλαγή εντός και εκτός. Και το τέλος να έχει λίγο από μελαγχολία. Και να αφήνει ανοιχτή ξανά την πόρτα για περιπέτεια.
* Ακούτε τις σιωπές των παραμυθιών;
- Αυτά βουίζουν σαν τις μέλισσες, φανερώνονται σε κάθε βήμα, αληθινό βήμα, όχι σαν αυτά που κάνουμε εντός προγράμματος. Και σε κρατούν από το χέρι, και πετάς και περνάς τα εννιά βουνά κι άλλα τόσα. Μόνο να βαδίσουμε, αυτό λείπει.
* «Η σιωπή είναι το μέτρο της διαψευσμένης μας ζωής, η πίκρα για τις επαγγελίες που ακυρώθηκαν», λέει ο Γιώργος Γραμματικάκης. Η σιωπή είναι το ανώτερο στάδιο της πολιτικής ωριμότητας;
- Είναι η κύρια σύντροφός μας. Μέσα απ' αυτήν γεννιούνται τα έργα, οι έρωτες. Εντός της περιμένουμε, αν λέμε αλήθεια ότι περιμένουμε. Το καρπούζι ωριμάζει στης νύχτας τη σιωπή και εκεί ακούς το «κρακ». Και το κόκκινο θαύμα μεγαλώνει. Και τα άσπρα σπόρια γίνονται μαύρα. Και έπειτα μας χαρίζεται και μας σώζει. Και πριν την καταιγίδα έχει σιωπή. Απαραίτητη.
* Τι επανάσταση προσδοκάτε;
- Για να είμαι ειλικρινής, προσδοκώ την «Επανάσταση των παλιών παιχνιδιών» του Χρήστου Μπουλώτη. Περάσαμε εκπληκτικά δουλεύοντάς την. Και ξέρετε, όταν κυκλοφορεί βιβλίο του Χρήστου -παραμύθι, ε;- γίνεται κι αληθινό. Πού ξέρεις, μολυβένιο στρατιωτάκι με στολή είναι αυτό και κουρδιστή μαϊμού με πιατίνια και λούτρινος αρκούδος Τζον (με κόκκινο κουμπί για μάτι) και κλόουν Αρτζι Μπούρτζι στο όνομα και κουρδιστός ποντικούλης Ρίκι και Ρομπότ προδότης και Πάπια σε χίλιες εκδοχές και Κούκλα πορσελάνης κι άλλη Κούκλα στα πράσινα με φιόγκο αεροπλάνο... Να πιάνει τόπο η προσδοκία.
* Ποια πράξη θα χαρακτηρίζατε ως πράξη αντίστασης σήμερα;
- Προσφορά προς κάθε κατεύθυνση. Δόσιμο και στην ομορφιά, στην τέχνη κάθε μορφής. Καθημερινά, απλά, χωρίς απαιτήσεις και ανταλλάγματα. Δόσιμο, μόνο δόσιμο.
* Βλέπετε ειδήσεις;
- Στην τηλεόραση που δεν έχω; Στο Διαδίκτυο κοιτάζω μόνο. Και αγωνιώ εκείνη την ώρα. Κι ας ξέρω ότι είναι το μενού συγκεκριμένο. Και συνήθως άψητο ή καμένο.
* Από ποια υλικά είναι φτιαγμένη η αισιοδοξία;
- Ελπίδα ως βάση. Αγάπη μπόλικη, υπομονή και βιασύνη μαζί. Χαμόγελο με ολίγα δάκρυα, ενθουσιασμό με τα μικρά και ασήμαντα, κόκκινο κρασί για το τέλος, καθόλου ψήσιμο, μιας και όλα τα υλικά καταναλώνονται και ανεπεξέργαστα.
* Η συμβουλή από τη φίλη σας Αλκη Ζέη;
- Για μένα ειδικά, ούτε παραγγελία. Σχέδια και λέξεις μόνο «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο»!
----------------------------------------------
Δημοσιεύτηκε στην εφημερἰδα "Ελευθεροτυπία", στην σελίδα ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ του Γιώργου Κιούση, στις 13 Οκτωβρίου 2013
Εικονογραφώντας το καλοκαίρι μας
«Ελληνικό καλοκαίρι, Αρμονίη κόσμου παλίντροπος»
Ζακ Λακαριέρ, Γάλλος φιλέλληνας:
«Από το πρωί έσκαγε ο τζίτζικας. Προχωρημένο μεσημέρι και ακούγεται δισταχτικός. Μαζεύονται τα σύννεφα τόσο γρήγορα όσο κρατάει ένα τραγούδι. Και η καταιγίδα ξεκινά. Καλοκαιρινή. Ιουλίου. Με χοντρές σταγόνες στην αρχή, απρόβλεπτες, χρωματιστές, μυρωδάτες, φλύαρες ή μονολεκτικές, γευστικές, και όλες τραγούδια φορτωμένες, να πέφτουν με δύναμη κυρίως στα εκτεθειμένα σημεία, τα ανυπεράσπιστα. Πολλές σταγόνες, όλες βαριές, τρεχάτες κατ' ευθείαν στον στόχο τους. Να φανερώσουν τα παλιά και ανομολόγητα και να λαβώσουν, τι άλλο. Η πρώτη στο καραβόπανο της πολυθρόνας - δύο άρτια σώματα πιασμένα από το χέρι, μπροστά στον καθρέφτη επαρχιακού ξενοδοχείου, "...τίποτε να 'ναι πιο βαρύ απ' τον αφρό της άγριας θάλασσας" (Αρλέτα)». Η ζωγράφος Φωτεινή Στεφανίδη ανασύρει θερινές στιγμές.
- Τα χρώματά τους;
«Να, η δεύτερη στο πλακάκι, κόκκινη: Τρεχαλητό με ξεβαμμένο καπελάκι. Στο λουλούδι του γιασεμιού η τρίτη, το ρίχνει κάτω, άσπρη: Τρία κοχύλια σε αγορίστικο λαιμό περασμένα από μαύρη κλωστή, να φωσφορίζουν ζωντανά στο σκοτάδι. Ρόδινη: Ροδαλά νύχια στο ηλιοκαμένο χεράκι. Σεντόνια λερωμένα μολυβιές. Λευκές λοιπόν και γαλανές, κόκκινες και γκρίζες και ανοιχτοπράσινες και χρυσές βεβαίως».
- Οι απρόβλεπτες;
«Ο νεκρός σκαντζόχοιρος στη στροφή. Η εφημερίδα που δεν αναφέρθηκε στα σγουρά μαλλάκια της, αλλά στα 82 της χρόνια. "...Ηταν ωραίο, αλλά και επικίνδυνο" (Χιόνης). Γρατσουνιές θυμαριού σε μαρμάρινο κορμί. Σπάρτα, αγριοβρώμη και δυο άνθη πικροδάφνης στεφανώνουν τον ύπνο του μεσημεριού. Γλιστρούν οι πευκοβελόνες, πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο. "Πού 'σαι τάχα σκαλωμένος, τζίτζικά μου..." (πατέρας). Φυσικό λιμανάκι με άγαλμα βασιλιά, φυσικό και αυτό. Και η μικρή οχιά αγκαλιάζει το ιδρωμένο πλαστικό μπουκάλι».
- Μια φλύαρη;
«Ο καρπουζάς είναι φλύαρος, ας σταματήσει, για μια μέρα έστω, πόσο λαχταριστό και λιγόλογο το καρπουζάκι -μια πιθαμή- που φύτρωσε στο βουναλάκι με τα μπάζα. Και το πεπόνι στη γλάστρα με τις ομορφούλες».
- Μονολεκτικές, τώρα.
«Αμάραντα. Ζεστός ο υγρός λάκκος στην άμμο, φιλόξενος. Σκληρή ρίζα, ίδια προτομή γλάρου "μ' ενός πνιγμένου γλάρου φτερό..." (Μάνος). Διάφανα βότσαλα, τρύπιες παλιές αχιβάδες σαν βότσαλα κι αυτές. Μυρμήγκια θαμμένα στην αβγοτέμπερα. Κόκκοι άμμου επίσης. Σημάδια από τις ψάθινες καρέκλες. "Για τα σημάδια που άφησαν τα χέρια μας πάνω στα τραπεζάκια τα βρεμένα" (Ελύτης). "Κρρρρρ..." η αλυσίδα του ποδηλάτου στο ερημωμένο προάστιο του Αυγούστου. "Μικραίνει το φεγγάρι..." (Γκάτσος). Βουβό το Τρίτο. Και το Δεύτερο».
- Γευστικές, μυρωδάτες;
«Σφουγγάτο για βραδινό. Το βαλιτσάκι του πατέρα και το ρετσίνι των πεύκων, ένα πράγμα. Εμμονή στη μαυροδάφνη. Δύο πολυθρόνες αφημένες στα ξερόχορτα για την απόλαυση των σύκων. Λιποθυμιά στη θέα της πεταλούδας, ευωδιάζει η λυγαριά στην αγωνία. Τσάγαλα. Καλαμπόκι γλύκα, τα δόντια φορτωμένα. Πίκρα από το κάρβουνο της ψησταριάς που άναψε για το μελανούρι. "...Το όχι που 'φτιαξες με το κεφάλι σου..." (Ξυδάκης)».
- Δυο-τρεις τελευταίες;
«Συλλογή έγχρωμων χωμάτων. Φωτιές με τους βοριάδες, στάχτες. Μπουσούλημα μπροστά στο κύμα. "Φεγγάρι ερωτευμένο..." (Πιοβάνι) στις μικρές κούνιες, αυτές με την αλυσίδα. Στο σιντριβάνι μπανιαρίζονται τα κουκουνάρια».
- Τέλος;
«Φωτίζει ο ουρανός. Πολλές εικόνες τις κατάπιε ο χρόνος, τις σκέπασαν οι στάλες που βιαζόντουσαν κι έπεφταν πάνω στις άλλες που ήδη είχαν φανερώσει και μαχαιρώσει. Ολα μούσκεμα, όσο για τα σημάδια έχουν τώρα σειρά τα πόδια μας. Επεσε η αυλαία της μπόρας και το καλοκαίρι στο δρόμο του».
----------------------------------------------
Δημοσιεύτηκε στην εφημερἰδα "Ελευθεροτυπία" στη σελίδα ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ του Γιώργου Κιούση, στις 11 Ιουλίου 2013
Φωτεινή Στεφανίδη: «Από το βιβλίο ζητάμε έναν φίλο ζωντανό. Χωρίς εικόνα, πώς;»
συνέντευξη στον Γιώργο Κόκουβα
Η Φωτεινή Στεφανίδη ασχολείται με την ζωγραφική και την χαρακτική. Πολλά από τα έργα της, όμως, δεν θα τα βρείτε σε εκθέσεις τέχνης και gallery, αλλά σε σελίδες αγαπημένων βιβλίων. Δίπλα από τις λέξεις της Άλκης Ζέη, του Χρήστου Μπουλώτη ή της Ζωής Βαλάση. Ή της Μαρίας Αγγελίδου, με την οποία δημιούργησαν τις «Ιστορίες που είπε η Πέτρα», βιβλίο που έλαβε το περσινό βραβείο Εικονογραφημένου Παιδικού Βιβλίου του περιοδικού Διαβάζω.
Κι αυτό, φυσικά, είναι ένα από τα πολλά «τρόπαια» που κατέκτησαν οι μαγικές εικόνες της. Αλλά πάνω απ’ όλα, κατέκτησαν τις παιδικές ψυχές, αυτές που ακόμη μπορούν όχι απλώς να διαβάσουν ένα βιβλίο, αλλά να το αισθανθούν. Η Φωτεινή Στεφανίδη μας μιλά παρακάτω γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση, για την σημασία της εικονογράφησης στο παιδικό βιβλίο και για τους λόγους που «τα βρίσκει» καλύτερα και αμεσότερα με το ανήλικο κοινό.
«Η σημασία της εικονογράφησης στο παιδικό βιβλίο είναι πολύ μεγάλη. Φανταστείτε ένα παιδικό βιβλίο με κείμενο σκέτο. Δεν υπάρχει λόγος να γίνει βιβλίο. Θα αρκούσε η ανάγνωση. Η εικόνα και η υλοποίηση των κειμένων σε βιβλία, μετατρέπει μια ιδέα που εκφέρεται με λέξεις σε αντικείμενο τέχνης και κατ' επέκταση σε ολοζώντανη παρουσία δίπλα στον κτήτορα. “Το βιβλίο μου!” Πόσες φορές δεν το έχουμε αναζητήσει σαν παιδιά και μη. Και δεν εννοούμε μόνο τις λέξεις. Ζητάμε τις ζωγραφιές, την ομορφιά του, το χαρτί με τη μυρωδιά και την αφή του. Ζητάμε έναν φίλο ζωντανό. Χωρίς εικόνα, πώς;
»Όσο για το πώς εμπνέομαι για να ξεκινήσω την εικονογράφηση, οι λέξεις, αυτές είναι που την ξεκινούν. Και τα χρώματα. Ή ο τόνος αν δεν ζητηθούν χρώματα. Οι λέξεις δίνουν το βήμα, όχι μόνο με τη σημασία, αλλά και με τον ήχο τους, και με αυτό που σημαίνει η κάθε μια τους για κάθε έναν από εμάς. Άπειροι οι συνδυασμοί τους, άπειρες και οι εκδοχές της εικονοποίησής τους. Το χρώμα, όσο κι αν παραπέμπει σε ύλη, δεν είναι. Από τη στιγμή που ηθελημένα ή αθέλητα εμφανίζεται στην ζωγραφική επιφάνεια, ξεκινά το δικό του ταξίδι. Μάτια και καρδιά να έχουμε και είναι πολύ γενναιόδωρο.
»Η συνεργασία μου ως εικονογράφου με κάθε συγγραφέα είναι μια εντελώς διαφορετική περιπέτεια. Με ενδιαφέρει πολύ η γνώμη των συγγραφέων και τους αγαπώ ιδιαίτερα. Και όταν χαίρονται με το αποτέλεσμα, πολλαπλασιάζεται και η δική μου χαρά. Μόνο αρμονικές συνεργασίες μπορώ να φέρω στο νου. Άλλωστε με προσεγγίζουν συγγραφείς που γνωρίζουν και αρέσκονται και οι ίδιοι στα νερά που κολυμπώ.
»Ας με συγχωρέσουν κάποιοι μεγάλοι, μα πιστεύω πως, ναι, τα παιδιά είναι πιο απαιτητικό κοινό, σε πιο ενδιαφέρουσα κατεύθυνση όμως. Αφομοιώνουν εύκολα πολλά είδη και ρεύματα τέχνης ταυτόχρονα και χωρίς περιορισμούς. Θέλουν βεβαίως να αναγνωρίζουν ότι η εικόνα που βλέπουν φτιάχτηκε για τις λέξεις που διαβάζουν εκεί κοντά. Κι ας ερμηνεύεται πιο δύσκολα από έναν “μεγάλο”. Ο εικονογράφος και το παιδί τα βρίσκουν καλύτερα και αμεσότερα. Οι μεγάλοι πάλι, -αν εξαιρέσουμε ένα (πιστεύω και ελπίζω σημαντικό) ποσοστό που βλέπουν και μαζί αισθάνονται-, κοιτούν με άλλα μάτια, όχι δικά τους πια. Δεν ενδιαφέρονται ουσιαστικά για το βιβλίο σαν έργο τέχνης λόγου και εικόνας αλλά σαν βοήθημα στην τόνωση της εκπαίδευσης του παιδιού τους, όπως κακώς νοείται μερικές φορές η εκπαίδευση, και εκεί γίνονται όχι απλώς απαιτητικοί, αλλά δύσκολοι και στην επικοινωνία και στη συζήτηση.
»Τελευταία διάβασα μεγαλούτσικη μαρτυρία νεαρής μητέρας που χωρίς συστάσεις, έτσι από ένστικτο, προμηθεύτηκε κάποιο από τα βιβλία που είχα εικονογραφήσει πρόσφατα. Σπάνιο δώρο τα καλά και ειλικρινή της λόγια. Οι καλοπροαίρετες κριτικές των παιδιών/αναγνωστών και των ευαισθητοποιημένων δημοσιογράφων, όπως και οι διακρίσεις δίνουν χαρά και δυνάμεις για να προχωράμε».
--------------------------------------
Αναρτήθηκε στο In2life στις 2 Απριλίου 2013