Φωτεινή Στεφανίδη: «Παπούτσια με λουράκι»
της Γεωργίας Κακούρου Χρόνη
Η Φωτεινή Στεφανίδη είναι ζωγράφος, θα πρέπει ωστόσο να συμπληρώσω ότι ασχολείται και με τη χαρακτική και δεν παύει να πειραματίζεται με χρώματα, που ανακαλύπτει μόνη της από άνθη και φυτά, και με ποικίλα υλικά υποδοχής τους. Είναι εικονογράφος παιδικών κυρίως βιβλίων που έχουν πολύ αγαπηθεί· οι εικόνες της έχουν ταυτιστεί με τα κείμενα μεγάλων «παραμυθάδων» όπως, για να αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα, είναι ο πολυπράγμων Χρήστος Μπουλώτης.
Είναι και συγγραφέας. Το βιβλίο Παπούτσια με λουράκι, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, μπορεί να είναι το πρώτο, αλλά τα δημοσιευμένα κείμενά της είναι πολλά· γραμμένα με ιδιαίτερη ευαισθησία και με εμμονή σ’ εκείνο το πολύ που αναδεικνύεται μέσα από το oλίγο. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στις κουβέντες της με τον δημοσιογράφο Γιώργο Κιούση για την υποδοχή εκάστου μήνα του έτους.
Τα Παπούτσια με λουράκι, μια εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση για εφήβους και ενήλικες, συνθέτουν μιαν ενιαία αφήγηση από είκοσι ένα επεισόδια. Τόσα είναι τα ολιγοσέλιδα κείμενα που, με τους οικείους τίτλους, διατηρούν πλήρως την αυτοτέλειά τους, αλλά παράλληλα, όλα μαζί, καταγράφουν τη ζωή ενός κοριτσιού από τα τέσσερα έως τα δεκατέσσερα, που ενηλικιώνεται κατά την περίοδο της δικτατορίας και λίγο μετά. Το βιβλίο εικονογραφείται από τη συγγραφέα του με έργα από το αρχείο της, που κουμπώνουν με τον λόγο και παραπέμπουν σε ένα διαφορετικό είδος πρωτογράμματος.
Είκοσι ένα υφαντά· το καθένα με τα δικά του σχέδια, τα δικά του χρώματα, με διάφορο πάχος και υλικό για το υφάδι του. Όλα τα συνέχει το ίδιο στημόνι, μια γερή ραχοκοκαλιά, που δεν τη φθείρει ο χρόνος και μπορεί ξυπνώντας μνήμες, μυρουδιές, την αφή να κατευθύνει παίζοντας τις πολύχρωμες κλωστές του υφαδιού. Στο στημόνι διακρίνονται οι σταθερές που κινούν τον πολύμορφο και πολύτροπο κόσμο της Φωτεινής Στεφανίδη είτε επιλέγει να «υφάνει» με τη ζωγραφική, τη χαρακτική, τη φωτογραφία ή τον λόγο.
Η μικρασιατική καταγωγή, η Τρίγλια και οι ιστορίες της γιαγιάς. Ο πατέρας και η μάνα με τα ασίγαστα χέρια τους και οι δυο· ο πατέρας με τη ζωγραφική και, πού και πού, με τις χορδές της κλασικής του κιθάρας, η μάνα νοικοκυρεύοντας το σπίτι, τον αυλόγυρο, τα λουλούδια της, και ώρες με τη βελόνα όχι μόνο για να καλύπτει, αλλά και για να ομορφαίνει, την ανάγκη του σπιτιού. Ο πατέρας, γεννημένος στη Ρωσία· στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών μαθητής του Παρθένη· ζωγράφος, εικονογράφος της περίφημης Μυθολογίας που εκδίδει μαζί με τον αδελφό του, λογοτέχνης. Η Φωτεινή μαθήτευσε στα γόνατά του ακολουθώντας όλες τις κλίσεις του. Την αντιστασιακή του δράση θα ακολουθήσει η εξορία. Τα δεινά του, δεινά του έθνους, αποσιωπώνται στο βιβλίο. Διαβάζονται, ωστόσο, στα μεσοδιαστήματα και πίσω από τις λέξεις: Σ’ εκείνη την, παρεμπιπτόντως, πληροφορία πως ο αστυνομικός «περνούσε τακτικά ν’ ανανεώνει εγγράφως την υποχρέωση του πατέρα να παρουσιάζεται στην Ασφάλεια κάθε βδομάδα». Στην τιμωρία που μοιράστηκε η ίδια με τη μάνα, που προσπαθούσε να μιμηθεί ξεκαρδισμένη τον γραφικό της χαρακτήρα για να γραφούν γρήγορα οι εκατό φορές της φράσης: «Δεν θα ξανασυζητήσω με συμμαθητή ή συμμαθήτριά μου θέματα που δεν έχουν σχέση με το σχολείο». Είχε προηγηθεί ανάμεσα σε άλλα παιδικά «πες πες πες και ψου ψου ψου» η ερώτηση «αν πηγαίνει και ο δικός σου μπαμπάς στην Ασφάλεια». Στη φράση «Δώδεκα ακριβώς κύλησε το δάκρυ του πατέρα. Εμείς δεν κλάψαμε», που κλείνει την αγωνία, στις «16 Νοεμβρίου 1973», για την επιστροφή του αδελφού στο σπίτι που καθυστερούσε. Στην πράξη της μάνας, που στην υπόδειξη του αστυνομικού ν’ απαλλάξει το πεζοδρόμιο του σπιτιού από τις παπαρούνες, τις μαργαρίτες, τις αγριομολόχες, τα αγριοκάροτα, τα αγριόπρασα και τ’ άλλα αγριόχορτα και αγριολούλουδα, εκείνη «με κινηματογραφική άνεση, κατέβηκε στο πεζοδρόμιο και πότισε τ’ αγριολούλουδα». Και κυρίως συμπυκνώνεται στη φράση του πατέρα: «Όχι που θα μαυροφορέσουμε το παιδί, μαυροφοράει όλη η Ελλάδα, φτάνει», όταν αντί για την «πολύ σκούρα μπλε, σχεδόν μαύρη» ποδιά, η Φωτεινή εμφανίζεται στο σχολείο με ένα «νερένιο» τιρκουάζ φουστανάκι, με άσπρο, πλεγμένο με το βελονάκι γιακαδάκι και λευκά λουλουδάκια στις σουρωτές του τσεπούλες. Αυτή η στάση των γονιών μαθαίνει και το παιδί να αντιστέκεται. Υπάρχουν τα ανάλογα παραδείγματα στο βιβλίο, με πιο χαρακτηριστικό αυτό που περιγράφεται στο «Μη μου μιλάτε, χτίζω».
Υπάρχουν δημιουργοί που δεν διστάζουν να μας αποκαλύψουν τα μυστικά τους· η σειρά των Εκδόσεων Πατάκη «Η κουζίνα του συγγραφέα» είναι ένα παράδειγμα. Η Φωτεινή Στεφανίδη δεν μας προσκαλεί επίσημα στην «κουζίνα» της, αφήνει όμως πορτοπαράθυρα ανοιχτά και επιτρέπει στο βλέμμα να πλανάται ελεύθερα στις λέξεις και τα χρώματά της, στις απαρχές του κόσμου της που διαμορφώνεται, και τη διαμορφώνει, μέσα στη δεκαετία που βηματίζουν τα «παπούτσια» της.
Το βιβλίο εικονογραφείται από τη συγγραφέα του με έργα από το αρχείο της, που κουμπώνουν με τον λόγο και παραπέμπουν σε ένα διαφορετικό είδος πρωτογράμματος.
Απαραίτητο υλικό τα παπουτσάκια, τις περισσότερες φορές «με το λουράκι και το μικρό δερμάτινο κουμπί», αλλά και πεδιλάκια με αγκράφα που προσπαθεί να την κουμπώσει το σπασμένο χεράκι μες στον γύψο· και σαγιονάρες με μια μαργαρίτα στη μέση για να σκορπίζουν κι αυτές με τη χαρά τους λίγο σκοτάδι· παπούτσια καμωμένα με τα αποτυπώματα που έπαιρνε ο πατέρας από τις πατουσίτσες που ήταν παραδομένες στον πρωινό ύπνο. Πολλές φορές γυαλισμένα από το αθέλητο τρίψιμο στη φλοκάτη κι άλλοτε κάτασπρα βαμμένα με στουπέτσι· πότε να μοσχομυρίζουν χαμομήλι, άλλοτε να πετιούνται φουριόζικα για να τους χαριστεί ένας υπνάκος. Και κείνα τα μαύρα, της οδύνης, με λουράκι και χαμηλό τακούνι, που μαρτυρούν, χωρίς και να μπορούν να το αποτρέψουν, το κακό. Συμπαραστάτες στον πρώτο έρωτα τα σανδάλια από το Μοναστηράκι, που άφησαν πίσω τους εκείνα τα «παπούτσια με λουράκι». Κι ήταν το «γνωστό» μαύρο παπουτσάκι που ξέθαψε το πενηντάρικο και ξεμπρόστιασε το ανέντιμο πρόσωπο του δασκάλου. Παπουτσάκια που έτρεχαν «φτου ξελευτερία» για τη θάλασσα κι άλλα που μ’ όλες τις παρακλήσεις δεν άλλαζαν δρόμο. Από κοντά κι οι άσπρες μπότες του γάτου.
Αλλά σ’ ό,τι αφορά στην «κουζίνα» της, για να επιστρέψουμε σ’ αυτή, τα πιο αποκαλυπτικά είναι τα παπουτσάκια της πρώτης δημοτικού, σκονισμένα, να στέκονται δίπλα σε κιτρινισμένα χόρτα και πετραδάκια· να αντιφεγγίζουν μικροσκοπικά τα είδωλα των άλλων παιδιών και, για να συμπληρώνεται ή για να αλλάζει η σύνθεση, η μικρή Φωτεινή έντεχνα άφηνε το σταμπωτό κοτοπουλάκι να πέσει δίπλα τους ή κάποιο άλλο αντικείμενο που κουβαλούσε μαζί της γι’ αυτόν τον σκοπό. Τον σκοπό της σύνθεσης!
Θυμάμαι στα πέντε μαθήματα τέχνης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου που συντόνιζε η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα (Μάιος 2009) με θέμα «Περί ζωγραφικής: Δάσκαλοι και μαθητές μιλούν για τη σχέση τους με την τέχνη», τον Δημήτρη Μυταρά να διατείνεται ότι η σύνθεση αποτελεί το πλέον ανεξερεύνητο, απροσδιόριστο και αδιαπραγμάτευτο στοιχείο του εικαστικού καλλιτέχνη. Είναι το χάρισμα της δημιουργίας –έλεγε– αυτό το στοιχείο στο οποίο αναζητάμε ό,τι προσδιορίζουμε με τον όρο ταλέντο και που καθορίζεται από το DNA του ίδιου του καλλιτέχνη· άπτεται της προσωπικότητάς του και προβάλλει τις εσωτερικές του εικόνες. Η σύνθεση αποτελεί την πεμπτουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και δεν ερμηνεύεται με τίποτα.
Αυτόν τον ανεξερεύνητο χώρο φωτίζουν τα παπουτσάκια της Φωτεινής Στεφανίδη. Κι αν επιμένει το βλέμμα να παρατηρεί, θα δει ό,τι επισημάνθηκε ήδη: πως είναι τα μεγάλα που αποκαλύπτονται στα μικρά, κι είναι αυτά που κερδίζουν και τη ζωγράφο και τη συγγραφέα. Στις χαρακιές του τραπεζιού φανερώνονται τα άλογα, οι στρατιώτες, οι βάρκες· και ήταν απορίας άξιον πώς ο Γιάννης, έναν μόλις χρόνο μικρότερός της –η Φωτεινή στα πέντε– δεν μπορούσε να δει στο μωσαϊκό του μπάνιου τα παιδιά, τη γάτα, την μπάλα, τον σκύλο και πάνω απ’ όλα εκείνη τη φιγούρα που την κατατρόμαζε.
Στο βάθος των κουζινικών το φόντο· η εποχή. Τόσο κοντινή και τόσο μακρινή από τη δική μας. Δεν είναι μόνο η εξέλιξη της τεχνολογίας, αυτή που έκανε τη μικρή Φωτεινή τότε να περπατάει ένα χιλιόμετρο για να μιλήσει μια φορά την ημέρα και την προκαθορισμένη ώρα στον πατέρα, είναι όλος εκείνος ο φυσικός κόσμος που καταστρέψαμε: οι μυρουδιές του ευκάλυπτου και του χαμομηλιού, τα ξεφωνητά και τα τρελά παιχνίδια, το «μαγείρεμα της σιχασιάς», τα στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου και οι ιστορίες τους. Ένας κόσμος έμψυχος από μόνος του, που διανθίζεται με την παρουσία των μεγάλων· καλών και κακών δασκάλων, καλών και κακών γονιών· μιας γιαγιάς που καθαρίζει τις φακές στη λιακάδα· μ’ εκείνα τα πρώτα τρυφερά θωπεύματα που τα λες και ερωτικά, γιατί δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι, που αργούν να ανθίσουν και καταλήγουν στην τελευταία σελίδα του βιβλίου στο λευκό, με λεπτά μπλε καρό, μαντίλι του αποχαιρετισμού. Είναι η αλήθεια κυρίως και των λέξεων και των χρωμάτων· ακόμη κι εκείνο το λευκό κυκλάκι που σχημάτισε η πιτσιλιά της χλωρίνης στο μαύρο παπουτσάκι δεν συνιστά μυθοπλασία. Κι η ταυτοποίηση των προσώπων στα οποία αφιερώνεται το βιβλίο («Στον Αχιλλέα, στον Γιάννη»), εύκολη για τον αναγνώστη, σημαίνει επίσης πολλά.
Είναι πάνω απ’ όλα εκείνο το «Κρακ», αυτό που έσπαζε πολλές φορές «στις πιο πικρές ή και γλυκές ώρες, όταν έφτανε κάτι στην ολοκλήρωσή του, και σπάζει ακόμη, όσο πάει και πιο συχνά». Είναι που ακόμη και σήμερα η Φωτεινή Στεφανίδη, όταν δυσκολεύεται, κοιτάζει τα παπούτσια της: «Δεν έχουν λουράκι, η σκόνη πάνω τους δεν φαίνεται και το σκηνικό γύρω τους είναι φτωχό ή ανύπαρκτο».
Η δρ Γεωργία Κακούρου Χρόνη είναι τ. επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης.
Δημοσιεύτηκε στο Diastixo.gr στις 29 Μαρτίου 2021
Ιφιγένεια Μαστρογιάννη: Φωτεινή Στεφανίδη: Παπούτσια με λουράκι, εκδ. Καλειδοσκόπιο
Το καλλιτεχνικό έργο της Φωτεινής Στεφανίδη εκφράζει με τον πιο μεστό και ταυτόχρονα απλό τρόπο την αναζήτηση της ομορφιάς και της αρμονίας, την οποία η ζωγράφος βλέπει ως ανάγκη του νου και της ψυχής. Διαβάζοντας το βιβλίο της Παπούτσια με λουράκι που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Καλειδοσκόπιο», έχεις την αίσθηση ότι κάθε του λέξη έχει γραφτεί με την ίδια διακριτική και μυστική αγάπη της γης, του αέρα, της θάλασσας, της ζωής και του ανθρώπου που διακρίνουμε και στη ζωγραφική της. Το βιβλίο έχει εικονογραφήσει η Στεφανίδη με την ίδια πάντα ενότητα του αισθήματος που φωτίζει ακόμα και τις ενδιάμεσες καταστάσεις της ψυχής. Ο λεπτομερής τρόπος με τον οποίο περιγράφει το χώρο και τα πρόσωπα οδηγούν, από τις πρώτες σειρές του κειμένου, στο συμπέρασμα ότι αφηγητής και ήρωας είναι το ίδιο πρόσωπο.
Ξεφεύγοντας από τα τωρινά, η συγγραφέας γυρνάει στο παρελθόν για να συναντήσει το μικρό παιδί που κάποτε ήταν. Οι θύμησες, το απλό, το υποτυπώδες και το πρόσκαιρο, γίνονται σπινθήρες που φωτίζουν το περιβάλλον και τις συνθήκες, μέσα στις οποίες ζει η ηρωίδα του βιβλίου, και τις μετουσιώνουν σε Τέχνη, αφού στη λογοτεχνία η ευρυμάθεια και οι φιλοσοφίες υποχωρούν μπροστά στο βίωμα. Με λιτό, αυθόρμητο ύφος η συγγραφέας δημιουργεί και αναγνωρίζει ένα σώμα μνήμης, με θέματα και επαναλαμβανόμενες σιωπές που δίνουν νόημα στη ζωή και συγκροτούν την ταυτότητά της. Με λόγο υπαινικτικό πολλές φορές, με λέξεις σχεδόν ποιητικές, μιλάει με τρυφερότητα και αγάπη για τον αγώνα του ζωγράφου πατέρα της σ’ εκείνα τα ζοφερά χρόνια (από δω και πέρα, κοριτσάκι μου, να μπορείτε και μόνοι σας), τη σπουδή και την αγωνία της μάνας, τη νοσταλγία της γιαγιάς από την Τρίγλια (αχ, πουλί μου, ήταν όμορφα, πολύ όμορφα στην Τρίγλια […] Είχαμε σχολειό πιο μεγάλο κι από αυτό της Πόλης […] Και την πιο ωραία εικόνα της Παναγιάς σ’ όλο τον τόπο […]).
Η ηρωίδα ζει γλυκές και πικρές εμπειρίες στον παράξενο όσο και μαγικό κόσμο των μεγάλων. Μέσα από τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα, τους καημούς της φιλίας, τα βιώματά της στην αλάνα, στο μπακάλικο της γειτονιάς, στην Παναγίτσα και στον Πράσινο λόφο, στα Τρία Αστέρια και στο σχολείο, με τους καλούς και τους κακούς δασκάλους, συνειδητοποιεί πολλές φορές ότι χρειάζεται να διαλέξει ανάμεσα στο ρόλο που της έχει επιφυλαχτεί και στο ρόλο που την ελευθερώνει. Να δει τα προβλήματα της κοινωνίας, μέσα στην οποία ζει, να «νιώσει» ό,τι στο κοντινό ή μακρινότερο περιβάλλον της γίνεται.
[…]
«Πες μας ένα τραγούδι. Ξέρετε, τραγουδάει πολύ όμορφα», λέει η δασκάλα μου η καλή και κοιτάζει προς κάτι λίγους μεγάλους που ήταν καθιστοί σε καρέκλες καφενείου στην πρώτη σειρά. Όλοι οι άλλοι ήταν όρθιοι. Άρχισα να τους κοιτάζω έναν έναν. Ας ήταν σχεδόν καλοκαίρι, φορούσαν σκούρα ρούχα. Κοστούμια μαύρα ή γκρίζα, άσπρα πουκάμισα και μαύρες γραβάτες. Οι όρθιοι πίσω ήταν γονιοί οι περισσότεροι, ντυμένοι αλλιώς, πιο χρωματιστά, πιο ελαφρά. Οι δικοί μου έλειπαν. Η μάνα είχε ρωτήσει τι ώρα θα τελειώσουμε όταν με πήγε, ο πατέρας στην αιώνια δουλειά. Πελάγωσα, ποιοι είναι αυτοί;
«Ποιο να πω, κυρία Βέτα;»
«Όποιο θέλεις. Θα δείτε, θα δείτε», έλεγε και ξανάλεγε στους μαυροφορεμένους.
Κλείνω τα μάτια, και… «Πού πέταξε τ’ αγόρι μου, πού πήγε, πού μ’ αφήνει, χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νερό η κρήνη…»
Για πότε βρέθηκα στον αέρα με μια αεροπλανική κίνηση, στα χέρια της δασκάλας, για πότε προσγειώθηκα, απαλά κιόλας, έξω απ’ τον αυλόγυρο, στο ρέμα πλάι στο σχολείο, για πότε έβγαλε από την τσέπη το μαντιλάκι της λέγοντάς μου «Μάζεψε όσο περισσότερο χαμομήλι μπορείς, καρδούλα μου. Μόνο κεφαλάκια. Και μην το κουνήσεις από δω μέχρι να φανεί η μάνα σου». Τους άκουγα να τραγουδούν, να τυμπανίζουν, να φωνάζουν, να γκαρίζουν, κι όλο ξεμάκραινε το άκουσμα, όλο ξεμάκραινα κι εγώ, όλο γέμιζε το μαντίλι.
[…]
Απόσπασμα από τη «Γιορτή», σελ 17-18.
Η ανάγκη του ανθρώπου να ανατρέχει στο παρελθόν και ιδιαίτερα στην παιδική του ηλικία, στα χρόνια της αθωότητας, προκειμένου να ξεφεύγει έστω και πρόσκαιρα από τη σκληρή πραγματικότητα που επιβάλλει ο σύγχρονος τρόπος ζωής, φαίνεται να είναι ο πρωταρχικός στόχος του πεζογραφήματος. Παράλληλα, ζωγραφίζεται η εικόνα του κόσμου που μαγεύει το παιδί, σκιαγραφείται η απλοϊκή λαϊκή ψυχή, η συμπεριφορά της οποίας καθορίζεται από τους κανόνες της κοινωνικής πραγματικότητας, κρίνεται η ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος και καυτηριάζεται η υποκρισία του δικτατορικού καθεστώτος.
Η συγγραφέας βλέπει τον εξωτερικό κόσμο με διαύγεια. Αν και υπάρχουν ορισμένα σημεία του κειμένου που φορτίζουν ιδιαίτερα τον αφηγητή, κατορθώνει να τα αποδώσει αρκετά συγκρατημένα, χωρίς εξάρσεις και μελοδραματισμούς.
Τελικά η αγάπη, η ευαισθησία και ο βαθύς ανθρωπισμός είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του βιβλίου της Φωτεινής Στεφανίδη. Η αλήθεια της, με τον εύκαμπτο, χαμηλό τόνο γραφής που υιοθετεί, γίνεται οικεία και ψηλαφητή.
Η Ιφιγένεια Μαστρογιάννη είναι συγγραφέας.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΕΡΙ ΟΥ, στις 27 Φεβρουαρίου 2021
Για το βιβλίο της Φωτεινής Στεφανίδη Παπούτσια με λουράκι (εκδ. Καλειδοσκόπιο)
Του Γιάννη Σ. Παπαδάτου*
Η ζωγράφος και εικονογράφος Φωτεινή Στεφανίδη, στο πρόσφατο αυτοβιογραφικό βιβλίο Παπούτσια με λουράκι που περιέχει είκοσι μία μικρές αφηγήσεις, αναφέρεται σε στιγμές της παιδικής της ηλικίας, από τα προσχολικά χρόνια μέχρι την πρώτη εφηβεία της. Η Στεφανίδη είχε την τύχη να θητεύσει δίπλα στον σπουδαίο πατέρα της, τον ζωγράφο Γιάννη Στεφανίδη. Ήδη, η πρώτη ιστορία του βιβλίου αρχίζει με την αναφορά σ’ εκείνον, όταν ένα πρωί, σε χαρτόνι, πήρε το περίγραμμα των πελμάτων της για να της αγοράσει παπούτσια:
Τα παπούτσια με το λουράκι και το μικρό δερμάτινο κουμπί. «Σ’ αρέσουν;» Σηκωνόμουν. Τα φορούσα. Μια γυροβολιά σαν βαλσάκι κι ένα φιλί στο μάγουλό του που μέσα στις δεκαπέντε ώρες που έλειπε είχε αρχίσει να αγκαθώνει. Αυτό το αγκάθωμα μ’ άρεσε πιο πολύ κι απ’ τα παπούτσια, πιο πολύ κι απ’ το χάδι του μολυβιού ή του μαρκαδόρου.
Ο πατέρας αναδύεται στις περισσότερες από τις αφηγήσεις. Προσηνής, παρωθητικός, ψύχραιμος, εμπνέει τη μικρή του κόρη, εντέλει αποτελεί πρότυπο για εκείνη στη ζωή της – και ειδικά στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Όπως υπογραμμίζουν οι θεωρητικοί, ο πατέρας είναι «ο πρώτος αγνός και παντοτινός έρωτας» της κόρης κι αυτός που θα καθορίσει τις μελλοντικές της σχέσεις με το άλλο φύλο. Είναι σημαίνουσα μια εικόνα στην οποία η συγγραφέας περιγράφει την πατρική δημιουργία και, βέβαια, τη συνέχειά της σ’ εκείνη:
Πλιαν το τραπέζι, μεγάλο, όμορφο, στο χρώμα του ξύλου. Κι επάνω η επιφάνειά του κρεμ. Χιλιοχαραγμένο ωστόσο. Είχε και κοπίδι ο πατέρας, είχε και διαβήτες, γραμμοσύρτες, στένσιλ, καμπυλόγραμμα, είχε και εργαλεία χαρακτικής. Εκεί στις χαρακιές του τραπεζιού έβλεπα διάφορα. Ένα άλογο με ένα φτερό, ένα στρατιώτη με το τουφέκι του, μια βάρκα με κουπιά […] Πόσο αέρινα έφτιαχνε πάνω στο μακετόχαρτο το σχέδιο […] Μ’ έπαιρνε και με κάθισε πάνω στο τραπέζι.
Τα παπούτσια με το λουράκι που της πρόσφερε, μέσα από τον προαναφερόμενο τρυφερό και οικείο με την τέχνη του τρόπο, δείχνουν να συμβολίζουν το πέρασμα της μικρής πρωταγωνίστριας από την παιδική ηλικία στη εφηβεία, αλλά και τα στέρεα βήματά της στη μετέπειτα ζωή και στην καλλιτεχνική της πορεία.
Η Στεφανίδη σκιαγραφεί με την κειμενική της αφήγηση την παιδική της ηλικία, από τη δεκαετία του ’60 και ώς τα μέσα της δεκαετίας του ’70, μια εποχή με νέες αναζητήσεις διεθνώς, στην τέχνη, ιδιαίτερα στη μουσική, με εξεγέρσεις στο κοινωνικό επίπεδο αλλά και με δικτατορίες και φαλκιδεύσεις στις ατομικές ελευθερίες και, παράλληλα, με διεκδικήσεις σε θέματα ατομικών ελευθεριών. Πρόκειται για ένα βραχείας φόρμας, σπονδυλωτό, αυτοβιογραφικό αφήγημα μαθητείας και ενηλικίωσης, που απευθύνεται σε διάφορες αναγνωστικές ηλικίες.
Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες, μεγάλα παιδιά και έφηβοι, θα διαβάσουν, εν μέσω μικρών εικόνων-κοσμημάτων της συγγραφέως, ιστορίες που αναφέρονται στο οικογενειακό ή στο σχολικό πλαίσιο με τις καθημερινές σχέσεις, που στοιχίζονται με τη βιωματική εμπειρία τους, με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές τους και τους δασκάλους τους, και που έμμεσα πληροφορούν και εμπλουτίζουν τις γνώσεις τους. Ο ενήλικος θα ανακαλέσει νοσταλγικές στιγμές της δικής του ζωής αλλά και τραυματικές εμπειρίες, που αναφέρονται στο κοινωνικό, στο ιστορικό και στο πολιτικό προπάντων επίπεδο. Οι αφηγήσεις προσφέρουν μια τοπιογραφία της προαστιακής Αθήνας, εν προκειμένω του Νέου Ηρακλείου, με επιμέρους περιγραφές της εποχής –όπως οι μονοκατοικίες με τις αυλές ή το γαϊδουράκι που ο γαλατάς έφερνε το γάλα– και άλλες, με όλα τα φυσιολογικά και ανθρώπινα. Επιπλέον, αναδύονται στοιχεία μιας εικονογραφίας χαρακτήρων κυρίως φιλικών και αγαπημένων της πρωταγωνίστριας, αλλά και γραφικών ή και αρνητικών ηρώων.
Σε αρκετές από τις αφηγήσεις αποτυπώνονται στιγμές της πρόσφατης ιστορίας από τις γιορτές του σχολείου, στιγμιότυπα με αφορμή την 4η Αυγούστου, από τις μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αλλά κυρίως από τη συμπεριφορά του απριλιανού καθεστώτος απέναντι στον πατέρα της, ο οποίος βρισκόταν υπό διαρκή επιτήρηση εξαιτίας της ιδεολογίας του. Αποκαλυπτική η προτροπή του, το πρωί της 21ης Απριλίου 1967: «Από δω και πέρα, κοριτσάκι μου, να μπορείτε και μόνοι σας». Κορυφαία αντίθεση αποτελεί το σκηνικό της αυταρχικής και σκοτεινής συμπεριφοράς της ασφάλειας με το πολύχρωμο σκηνικό του σπιτιού και την αγέρωχη και δακρυσμένη αντίδραση της μάνας. Είπε ο αστυνομικός: «Κοψ’ τα αυτά, να φαίνεται το σπίτι κατοικημένο. Θα σας φάνε τα φίδια […] κι έδειξε το πεζοδρόμιο του σπιτιού μας, το γεμάτο παπαρούνες, μαργαρίτες κι αγριομολόχες». Όπως επίσης η αντίθεση της υποχρεωτικής μαύρης ποδιάς με την τυρκουάζ και στη συνέχεια η αντίδραση με το νερένιο φουστάνι της πρωταγωνίστριας στο σχολείο. Οι συγκεκριμένες δυαδικές αντιθέσεις, όπως και άλλες, κατά Greimas, δομικής σημασίας για την αφηγηματική λειτουργία, σηματοδοτούν βασικές έννοιες και αναδεικνύουν ανάγλυφα πράξεις στο πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, οι οποίες, ανάμεσα στ’ άλλα, σηματοδοτούν και την ιδεολογία του περιεχομένου.
Αξιοπρόσεχτο σημείο των περισσότερων αφηγήσεων είναι το ερωτικό στοιχείο που αναδύεται μέσα από τρυφερά στιγμιότυπα, για παράδειγμα, από την αίσθηση ενός πρωινού ξυπνήματος και από το απλό σκίρτημα για το άλλο φύλο στο σχολείο, μέχρι την ποιητικού και συνάμα κινηματογραφικού ύφους αφήγηση της τελευταίας ιστορίας: η πρωταγωνίστρια βρίσκεται στο λεωφορείο μεταφέροντας ένα πορτρέτο της, έργο του πατέρα της, όταν ένας νεαρός, που κάποια μέρα την κοίταζε με ενδιαφέρον, ξαναφάνηκε, κοιτάζοντας τώρα «… την εικόνα μου, όχι εμένα. Μετά από δυο στάσεις κατέβηκε. Όταν πάτησε στο πεζοδρόμιο, έβγαλε από την τσέπη του ένα λευκό μαντήλι με λεπτό μπλε καρό και μ’ αποχαιρέτησε»
Το κύριο χαρακτηριστικό της συγγραφικής δουλειάς της Στεφανίδη ως προς το ύφος είναι το αναδυόμενο εικαστικό αποτέλεσμα. Λέει σε μια ιστορία σχετικά με την πρακτική των παιδιών του σχολείου: «Κάναμε τα όνειρά μας ζωγραφιές και λέξεις που τις γράφαμε στο άγριο τοιχαλάκι σχεδόν δεν φαινόντουσαν». Στις αφηγήσεις της κάνει το ίδιο ακριβώς – αλλά στο πεδίο της πραγματικότητας, η οποία αποτυπώνεται με τη μορφή τρυφερών αλλά και πικρών μετεικασμάτων μιας νοσταλγίας που διατηρεί αλώβητη τη μνήμη. Σαν σε ζωγραφικό καμβά, ιστορεί σπαράγματα προσωπικά της, δεμένα με εμβληματικά κοινωνικά και ιστορικά περικείμενα. Για παράδειγμα, αν κάποιος απομονώσει περιόδους των ιστορικών στιγμών, έχει έτοιμο έναν ζωγραφικό πίνακα, με χρώματα, με ήχους και με αναπαραστατική λεπτομέρεια: «Ξεκινώ για το σπίτι. Τα θροΐσματα απ’ τις λεύκες και τους ευκάλυπτους, η ευωδιά των πεύκων και τα αγριολούλουδα στα χωματένια πεζοδρόμια […] Τυρκουάζ σαν το νερό της πισίνας η ποπλίνα της, με ανοιχτό λαιμό, χωρίς καθόλου μανίκια, κατάλευκο γιακά πλεγμένο στο βελονάκι και δυο λουλουδάκια κεντημένα με λευκή κλωστή στις σουρωτές τσέπες».
Η κάθε αφήγηση, ενώ παρουσιάζει συνοπτικά γλαφυρές περιγραφές του τοπίου ή των ανθρώπινων δράσεων, στέκεται παράλληλα σε λεπτομέρειες που παρουσιάζονται με εικαστικό ύφος χωρίς, βέβαια, διόλου να κουράζουν. Εστιάζει επάνω τους σαν κάμερα κινηματογραφιστή που έχει στόχο να πει πολλά αλλά με τρόπο αφαιρετικό. Άλλωστε χρώμα/χρωστήρας, γραφή/αφήγηση, κάμερα/αναπαράσταση έχουν πολλά κοινά στοιχεία: «Ένα τρομακτικό πρόσωπο σαν μάσκα τραγωδίας, κομματιασμένο και με έκφραση ανυπόφορη. Δίπλα, ένα σκυλάκι άσπρο λουλού τρέχει ξέγνοιαστο. Από πάνω δυο παιδάκια με ποδιές παίζουν μήλα. Η μπάλα τεράστια και στη θέση του τρίτου παιδιού είναι μια γάτα με πολύ, μεγάλο κεφάλι».
Η μικρή πρωταγωνίστρια, από αφήγηση σε αφήγηση, αποκτά αυτογνωσία. Σχεδόν σε κάθε ιστορία θα κάνει κι ένα βήμα προς την ανακάλυψη της τέχνης μέσα από στοιχεία της καθημερινότητας. Χαρακτηριστική η στοχοπροσήλωσή της σε εικόνες δημιουργίας, στις ιστορίες «Μη μου μιλάτε, χτίζω» και «16 Νοεμβρίου 1973», που αφορούν δικά της έργα δημιουργημένα είτε στο σχολείο με τη μορφή ενός μικρού σπιτιού από ξυλάκια παγωτού και καλαμάκια, είτε στο σπίτι με τη μορφή ενός πάνινου γάτου.
Καταληκτικά: η γραφή της Στεφανίδη εμβαθύνει σε απλά όσο και δύσκολα θέματα, διεισδύει, μέσα από βιώματα, με νοσταλγία, συγκρατημένο συναίσθημα και ρεαλισμό χρησιμοποιώντας απλές, λιτές όσο και ποιητικού ύφους εικόνες, γεμάτες χαρές, λύπες και ερωτικά σκιρτήματα, αφήνοντας στον αναγνώστη την αίσθηση μιας γλυκύτητας και ενίοτε μιας πίκρας για μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ είναι αναπλ. καθηγητής Παν/μίου Αιγαίου, κριτικός βιβλίου.
Δημοσιεύτηκε στην BOOKPRESS, στις 4 Φεβρουαρίου 2021
Για το βιβλίο Παπούτσια με λουράκι
Φωτεινή Στεφανίδη: ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΜΕ ΛΟΥΡΑΚΙ
εκδ. Καλειδοσκόπιο
Πρώτα πρώτα στις φιλίες που δειλά στην αρχή κι έπειτα ξεδιάντροπα έδεσαν γλυκά, κι ύστερα έσφιξαν όπως οι κόμποι όταν βραχούν με δάκρυα εντός εκτός.
Μετά στην Ιστορία της γενιάς μας που είδε καλούς δασκάλους να χάνονται στην αφάνεια. Είδε την πολιτική και ως αγωνία για την έγκαιρη επιστροφή των νεαρών απ' "το πεδίο της μάχης", και την αντίσταση δι' ενός νερένιου φουστανιού κόντρα στο μαύρο της σχολικής ποδιάς. Είδε τη δόξα του χειροποίητου παιχνιδιού, την ομορφιά των χρωμάτων σε αστεράκια φωτός, είδε εκδόσεις απ' τα κόκκαλα βγαλμένες, είδε παπουτσάκια λαχταριστά με λουράκι, μαύρα ή και όχι, λουστρινένια αλλά ίσως και απλώς δερμάτινα, είδε τις εποχές και το "περιθώριο" ν' αλλάζουν ονόματα, την τεχνολογία να διεκδικεί μέγα μερίδιο απ' την Τέχνη ώσπου ν' αποκτήσει σώμα αυθύπαρκτο....
Στις ημερολογιακές αφηγήσεις, στις συναντήσεις που απροσδόκητα βρέθηκαν να σχηματίζουν κορδόνι, κουβάρια να ξετυλίγονται σε πέρλες, να τυλίγονται ακριβές εσάρπες σε ώμους γυμνούς κι ευάλωτους.
Στις ημέρες μιας ηλικίας που ονομάζεται παιδική και διαρκεί δεκαετίες - αν χρειαστεί και αιώνες - γιατί είναι ασφαλής και γιατί είναι αθώα και γιατί όσο κι αν πυροβολείται, τα βόλια είναι ύλη σε σώμα αιθερικό. Διαπερνάται και μένει ακέραιο.
Στους αγαπημένους ευκάλυπτους και τα εύθραυστα δώρα τους.
Στον 21ο και στην τρίτη του 10ετία, στους παλαιούς των ημερών και στους φρέσκους δαντελένιους γιακάδες. Στα κλεφτά φιλιά που πάντα είναι της εφηβείας, όσων χρονών κι αν είναι οι εραστές. Στα ομιλούντα βλέμματα, στα μαντήλια των αποχαιρετισμών, στις πάντα αμήχανες απόπειρες ν' αγγιχτούμε, στην αγάπη για τον άλλο, στον φόβο της μοναξιάς, στην τύχη που μας έφερε κοντά, στο χαμόγελο που ξεπαγώνει, στην αγκαλιά που προσδοκάται, στην αρχή του έτους, στο αίμα που ζεσταίνεται, στο άσπρο περιστέρι....
Στον γενέθλιο μήνα
Στην πρώτη γραφή του έτους, στα πρώτα βήματα εξόδου
Στο ευχαριστώ
Στην απολύτως προσωπική ματιά που εκπαιδεύεται στην απόλαυση. Στη συγκίνηση που αφορά ένα και όλο τον κόσμο.
(Στη φωτογραφία το εξώφυλλο του βιβλίου αγκαλιάζει tη φετινή ευχετήρια κάρτα της Φωτεινής Στεφανίδη σαν μεγάλο αδερφάκι)
Αργυρὠ Κωνσταντάκη, σκηνοθέτις, facebook, 4/12/2021
Για το βιβλίο Ο ρακοσυλλέκτης γάτος Μπαμ-Μπουμ και το φεγγάρι
Η πρώτη ανάγνωση του παραμυθιού (Χρήστος Μπουλώτης, «Ο ρακοσυλλέκτης γάτος Μπαμ-Μπουμ και το φεγγάρι», ζωγραφιές Φωτεινή Στεφανίδη, Καλέντης, Αθήνα 2017), και οι πολλές άλλες που ακολούθησαν, έγιναν μέσα από τις ζωγραφιές της Φωτεινής Στεφανίδη. Περιμένω λίγο ακόμη να μεγαλώσει ο εγγονός μου, που τώρα είναι τεσσάρων χρονών, για να ακούσει το παραμύθι όπως του πρέπει, με τις λέξεις του Χρήστου Μπουλώτη που γνωρίζει πολύ καλά πώς να τις συνθέτει και πώς να τις νοηματοδοτεί. Η παρατήρηση αναφέρεται στην ηλικιακή ομάδα που, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να απολαύσει το κείμενο.
Ένα τρυφερό βιβλίο που δεν κλείνει τις σελίδες του στα προβλήματα του τώρα, αλλά που ξέρει πώς να αφυπνίζει τα παιδιά (και τους μεγάλους) σταλάζοντας ταυτόχρονα το βάλσαμο της αγάπης και της ελπίδας. Ένα παραμύθι που μπορούν να διαβάσουν μόνα τους τα παιδιά του δημοτικού και να το ακούσουν από τους γονείς τους τα παιδιά του νηπιαγωγείου.
Ο αρχαιολόγος και ο γλυκόλαλος παραμυθάς είναι πάλι εδώ· η διττή ταυτότητα του Χρήστου Μπουλώτη (μάλλον η τριπλή, γιατί και η αγάπη του για τα παιχνίδια που «αναστηλώνει» η κυρία Ρίνα είναι παρούσα) μας χαρίζει, για μια ακόμη φορά, ένα πολύ ωραίο παραμύθι για τα παιδιά που, όπως όλα τα ωραία παραμύθια, διαβάζεται με το ίδιο ενδιαφέρον κι από τους μεγάλους.
Ένα παραμύθι είναι και από μόνη της η εικονογράφηση της Φωτεινής Στεφανίδη. Η μαμά γάτα που μεταφέρει τα μωρά της από στέγη σε στέγη για να τα σιγουρέψει σε ένα ασφαλές μέρος. Ο μικρός Μπαμ-Μπουμ που ξέμεινε κάτω από τον σκουπιδοντενεκέ για να γίνει ο φίλος του μικρού Νικόλα. Ο Νικόλας με τα μπλε – με τα μπλε μάτια και τα μπλε ρούχα – και η μπλε πολυκατοικία.
H καλοζωισμένη τελικά μαμά του γάτου Μπαμ Μπουμ που πέρναγε «ζωή και ψάρι» στην ταβέρνα και που της άρεσε η μοντέρνα τέχνη. Ευτυχώς! Γιατί μπορεί και να έλειπαν το ποδηλατάκι, το λιτό μπουκετάκι από ένα ασπρολούλουδο της ταπεινότητας και μια παπαρούνα, με τον μαύρο σταυρό κατάστηθα, σχεδόν σε κάθε ζωγραφιά, όψια και ανάποδα· οι νεραντζιές φορτωμένες με άνθη και καρπούς ταυτόχρονα και αυτά τα ιδιόχειρα σκόρπια γραμματάκια που όλο και σου αποκαλύπτουν τους κώδικες ανάγνωσής τους και μαζί ένα ξαφνιασμένο μουτράκι με του κόσμου τα μικρά θάματα και τα μεγάλα.
Το παλιό μας τόπι, η κόκκινη κλωστή (τι παραμύθι ν’ αρχινίσει χωρίς την κόκκινη κλωστή …)· το νεράντζι, ή πορτοκάλι (της Σπάρτης οι πορτοκαλιές λόγια, τραγούδια του έρωτα) καρφωμένο με μια ελληνική, χάρτινη σημαιούλα για να μυρίζει πατρίδα! Κι εκείνη η μικρή παραφορτωμένη βαρκούλα, να ταξιδεύει τις ψυχές καταμεσίς στο πέλαγος με τιμόνι την ελπίδα και μόνο σύμμαχό της το ολόγιομο φεγγάρι.
Άρεσαν πολύ στη μαμά του Μπαμ-Μπουμ αυτές οι ζωγραφιές. Της θύμιζαν και πολλούς από τους ζωγράφους που αγαπούσε – ας πούμε έναν που τον έλεγαν Μαρκ Σαγκάλ – και έτσι πολλαπλασιαζόταν η χαρά της.
Και τι ζωγράφος αυτή η Φωτεινή, σκεπτόταν η μαμά του Μπαμ-Μπουμ, που σε αφήνει να διαβάσεις πίσω από το χρώμα το χρώμα, πίσω από το χρώμα τις γραμμές, πίσω από τις γραμμές να παρακολουθείς το δικό της χέρι, προέκταση της καρδιάς της· και της ευαισθησίας της και της ικανότητάς της να «διαβάζει» με το δικό της μοναδικό τρόπο τις λέξεις του Χρήστου Μπουλώτη κρατώντας μια εξαιρετική ισορροπία με το κείμενο· ούτε να το υπερτονίζει, ούτε να του υπολείπεται.
Και τι ωραία που ζωγράφισε τον κύριο Ευτύχιο και την κυρία Ρίνα. Τον κύριο Ευτύχιο που «ήταν άπιαστος να βγάζει φως από το μαύρο» και που στη ζωγραφιά κρατάει το πολύχρωμο χειρόγραφό του «Η αγάπη ήρθε και στρογγυλοκάθησε στην καρδιά». Τι κομψός που είναι ο κύριος Ευτύχιος, με το κόκκινο πουά παπιγιόν του και τα ολοστρόγγυλα γυαλάκια του. Αλλά και η κυρία Ρίνα τι όμορφη που είναι κι αυτή, με το πράσινο καπέλο της, την κόκκινη μπλούζα και το γαλάζιο της φόρεμα με τις βούλες· αγαπούσε κι αυτή τις βούλες, όπως κι ο κύριος Ευτύχιος. Το λαιμό της στόλιζε το άσπρο της φουλάρι, αλλά τα πολλά στολίδια τα είχε το πράσινο καπέλο της, πουλιά και λουλουδάκια, που ταίριαζαν τόσο ωραία στα σγουρά κόκκινα μαλλάκια της.
Από πουθενά δεν λείπει το φεγγάρι, ολόγιομο ή λειψό, συντροφεύει τους τέσσερις φίλους, τον γάτο Μπαμ-Μπουμ, τον μικρό Νικόλα, την κυρία Ρίνα και τον κύριο Ευτύχιο ακόμη κι όταν σκαρφαλωμένοι στην ταράτσα της μπλε πολυκατοικίας βλέπουν στην οθόνη (του κινηματογράφου, όχι του υπολογιστή) τις ταινίες που τους αρέσουν. Αχ, αυτό το φεγγάρι που ολόγιομο κατέβηκε στη γη και χάρισε και στον Μπαμ-Μπουμ έναν φίλο της γενιάς του, τον γατούλη Μπαμ-Μπαμ που ήρθε από τον ΠΟΛΕΜΟ. Τον είδαμε τον ΠΟΛΕΜΟ, γιατί η Φωτεινή ζωγράφισε εκείνη τη μικρή παραφορτωμένη βαρκούλα, που ταξίδευε τις ψυχές καταμεσής στο πέλαγος, με τιμόνι την ελπίδα και μόνο σύμμαχό της το ολόγιομο φεγγάρι, από κοντά· και είδαμε έτσι τα μάτια του Τζελάλ, τα μάτια της μαμάς και του μπαμπά του, τα μάτια του γατούλη Μπαμ-Μπαμ.
Γιορτή στην επόμενη ζωγραφιά! Τα δυο γατάκια με παραδίπλα το φεγγάρι, με την κόκκινη κλωστή, την νεραντζιά, τα παιχνίδια που έσωσε η κυρία Ρίνα από τον κάδο των σκουπιδιών, το πορτοκάλι, το μπουκετάκι με τη μαργαρίτα και την παπαρούνα, το σημαιάκι, όλα μαζί παραστέκουν στο νιαούρισμα του γατούλη Μπαμ-Μπουμ και του γατούλη Μπαμ-Μπαμ που τραγουδάνε την ΕΙΡΗΝΗ.
Το ίδιο φεγγάρι που τους ανεβοκατεβάζει πάνω του με την ανεμόσκαλά του, τους καθίζει ανάποδα στην επιφάνειά του, για να βλέπουν από εκεί όψια τη γη. Τι ωραία θέα: η Ακρόπολη με τον Παρθενώνα· μπορεί και το Σούνιο με το ναό του Ποσειδώνα· και το τραίνο· και η θάλασσα· και τα καράβια· και ο ουρανός· και τα βουνά· ακόμη κι ένα αγγελάκι με την παπαρούνα και τη μαργαρίτα του που τρέχει με το άλογό του να προλάβει τον κύριο Ευτύχιο, την κυρία Ρίνα, τον Νικόλα και το γάτο Μπαμ-Μπουμ πάνω στο φεγγάρι, γιατί πάνω στο φεγγάρι τους βλέπει καλύτερα.
Τι άλλο είδαν από εκεί ψηλά; Τον κύριο Λαλάκη που έφτιαχνε καραμελωμένα μήλα και έγραφε πάνω σε όλα τη λέξη «Ρίνα». – Μπα ερωτευμένος με την κυρία Ρίνα θα ήταν φαίνεται ο κύριος Λαλάκης. Είδαν κι έναν κλόουν που αγαπούσε πολύ τα παιδιά και τους έκανε αστεία για να γελάνε. Είδε και τη μαμά του ο γάτος Μπαμ-Μπουμ, στην ταβέρνα «Το Ακρογιάλι» που ήταν δίπλα στη θάλασσα και όπου η μαμά του πέρναγε «ζωή και ψάρι».
Τι χαρές ήταν αυτές; Τρελάθηκαν τα πουλάκια και τα λουλούδια στο καπέλο της κυρίας Ρίνας· γέμισε μαργαρίτες το σχολικό λεωφορείο· οι παπαρούνες κοκκίνισαν το φεγγάρι· το καράβι από την καπνοδόχο του αντί για καπνό έβγαζε το μπουκετάκι με την παπαρούνα και τη μαργαρίτα κι ένα άλλο, μικρότερο, με τον καπνό του σχημάτιζε στον ουρανό κερασάκια. Αλλά πάνω από όλους χαιρόταν το μικρό αγγελάκι που είχε στήσει την κούνια του ανάμεσα γη και ουρανό, γιατί το χαμόγελό του εξαρτιόταν απολύτως από τη χαρά όλων των άλλων, ανθρώπων και ζώων· δεν τα ξεχώριζε αυτά τα δυο το μικρό αγγελάκι.«Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», έτσι τέλειωνε η πρώτη αυτή ανάγνωση που έγινε μέσα από τις εικόνες. Αλλά είναι ποτέ πλήρης μια ανάγνωση που δεν διαβάζει τις λέξεις; Και μάλιστα τις λέξεις του Χρήστου Μπουλώτη;
Γεωργία Κακούρου Χρόνη: «Διαβάζοντας» τον ρακοσυλλέκτη γάτο του Χρήστου και της Φωτεινής, Presspublicca.gr, 6/2/2018
Για το βιβλίο Άκουσέ με, Μαρία μου
Μια πολύ όμορφη επανέκδοση των παραμυθιών της Αντιγόνης Μεταξά, γνωστή σε όλους ως «Θεία Λένα», την οποία επιμελήθηκε η εγγονή της Μαρία Ηλιού και εικονογράφησε υπέροχα η Φωτεινή Στεφανίδη.
Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου μπορεί να διαβάσει κανείς τα εισαγωγικά σημειώματα των τριών γυναικών, της «Θεία Λένας», της κόρης και της εγγονής της. Συγκινητικά διαχρονικά τα παραμύθια της δίνουν χαρά και αποπνέουν μια σπιτική ζεστασιά. Αυτή ακριβώς την αίσθηση έχει καταφέρει να αποτυπώσει εξαιρετικά η εικονογράφος. Οι ήρωες ακόμα πιο συμπαθητικοί σε αυτή τη νέα εικονογράφηση αν και έχουν ψεγάδια στον χαρακτήρα τους, βοηθούν τον μικρό αναγνώστη να αναπτύξει την ικανότητα της ενσυναίσθησης και να γίνει δέκτης σημαντικών παιδαγωγικών μηνυμάτων. Μέσα από τον κόσμο της φαντασίας μαθαίνει για τη ζωή, τις χαρές, τα μαθήματα και τις αξίες της. Κι όπως είχε γράψει η ίδια στο εισαγωγικό σημείωμα της πρώτης έκδοσης το 1964, «Να ένα βιβλιαράκι που τα έχει όλα...».
Φωτεινή Βασιλείου, kosvoice.gr, 14 Οκτωβρίου 2017
Για το βιβλίο Η προίκα
Κι εκεί που παραμερίζεις ή προσποιείσαι ότι λησμονείς ορισμένα γεγονότα ή περιστατικά, εικόνες, ήχους, αρώματα, πάνω εκεί που είσαι έτοιμος να τα ξεχάσεις στ' αλήθεια για να ελαφρύνεις καρδιά και νου, και καμώνεσαι ή φαντάζεσαι ότι αδιαφορείς, αυτά, ομαδικώς και ορμητικά, λαμβάνουν πνοή και την πρωτινή τους μορφή, ζητώντας εκ νέου μια θέση στις σκέψεις σου. Θέση περίοπτη, όμως. Τη ζητούν δε ανυπόμονα και απαιτητικά. Γνωρίζουν δα ότι την αξίζουν, παλαιόθεν, τη θέση αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση οι εισβολείς των λογισμών σου –των δικών μου λογισμών, ας είμαι σαφής– είναι τα προικιά. Η προίκα! Ή μάλλον ένα βιβλίο, ένα λεύκωμα χάρμα ειδέσθαι, το οποίο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο και το οποίο θεωρώ πολύτιμο διότι στις σελίδες του αστραποβολούν και μοσκοβολούν λαχτάρα, ομορφιά, απαντοχή και όνειρα, μάτια ξελογιασμένα και χέρια αγιασμένα, και, αχ, καρδιοχτύπια κοριτσιών και μανάδων, και φιλενάδων· και τραγούδια και λογάκια και βιασύνη. Και κρυφοκοιτάγματα· και κρυφογελάκια... Παρασύρομαι, όμως· είναι διότι τα έζησα, τα γνώρισα όλα αυτά, ναι, είχα την ξεχωριστή τύχη, ως παιδί, ως έφηβη, στη θαλασσινή πολιτεία της Λακωνίας, μεγαλώνοντας στην ομάδα, με την έννοιά της την παλαιότερη, ομαδόν δηλαδή, και ομάδι, και ομού, και ομμάδην, να λάβω γνώση ενός κόσμου που σήμερα μόνον να τον θυμάσαι μπορείς. Και αν...
Η προίκα, λοιπόν, η προιξ κατά τους προγόνους μας (ουδέν εις οιξ λήγει όνομα πλην μόνον η προιξ και οξύνεται, τόνιζαν), είχε την έννοια δώρου, της δωρεάς προς το καινούργιο σπιτικό, ενώ σύμφωνα με τον Όμηρο επρόκειτο για «το κατά τους γάμους διδόμενον μερίδιον, προίξ, φερνή». Ευνόητο είναι, και ασφαλώς γνωστό, ότι ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αποτελούσε τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο. Τον επέβαλαν λόγοι κοινωνικοί, αλλά και οικονομικοί. Μα και κατά τους νεότερους χρόνους θεωρήθηκε ότι η επίδοση της προίκας γίνεται για να ανακουφιστούν τα βάρη του γάμου· οι γονείς κάθε κοπέλας προσπαθούσαν, από τα πρώτα χρόνια της, μέχρις ότου προχωρήσουν σε συμφωνία γάμου με το κατάλληλο άτομο, να συλλέξουν όσο περισσότερη προίκα μπορούσαν για να παντρευτεί το παιδί τους απρόσκοπτα. Συνήθως η προίκα αποτελούνταν από ρουχισμό, οικιακό και ατομικό, αλλά οι πιο εύποροι πρόσφεραν κοσμήματα, ζώα, κτήματα, κατοικίες κ.ά. Έτσι εξασφαλιζόταν η ελάφρυνση, μήπως και η ευμάρεια της οικογένειας. Ο θεσμός της προίκας ήταν βαθιά ριζωμένος στις συνειδήσεις των λαών και αποτελούσε έναν άγραφο νόμο του εθιμικού δικαίου.
Η συλλογή της οικογένειας Σοφιανού μεταφέρθηκε στην Ελλάδα πριν από τον πρώτο διωγμό, αυτόν του 1914. Τα κεντήματα, τα υφάσματα, οι φορεσιές χρονολογούνται από τις αρχές του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού.
Βεβαίως, στη σύγχρονη εποχή ο θεσμός αυτός θεωρείται παρωχημένος και αν κάποτε αναφέρεται είναι για να υπενθυμίζει έθιμα και συνήθειες άλλων εποχών. Οι λόγοι είναι σαφείς και κατανοητοί· βελτίωση των οικονομικών, καθώς και της θέσης της γυναίκας, η οποία έχει εξισωθεί κοινωνικά με τον άνδρα, η παιδεία, η απασχόληση, τα έτοιμα βιομηχανικά προϊόντα, οι μεγαλουπόλεις που αποξενώνουν, οι δεσμοί που φθίνουν...
Πριν όμως από τις αλλαγές αυτές, η προίκα λογιζόταν –και θεωρείται ακόμη– σαν ένα κομμάτι του πολιτισμού μας. Από τα ωραιότερα· καθώς οι κεντήστρες, οι υφάντρες, οι πλέκτριες, οι μοδίστρες, οι βάφτριες, μα και οι αδαείς κοπελίτσες που τα χεράκια τους κινούσε το όνειρο, η αγάπη, η αναμονή, κοπίαζαν για το μελλοντικό νοικοκυριό τους, παραδίδοντας συνάμα –και εν αγνοία τους– στους επερχόμενους, έργα αληθινής τέχνης. Προικιά που τα πλούμισε η φαντασία, η παράδοση, οι γενεές γυναικών που συγγένεψαν με τη χαριέστατη ελληνική φύση, μεγάλωσαν στην απλότητα, ωρίμασαν με τα παραμύθια και τους θρύλους, γλυκάθηκαν μες στις πολυμελείς οικογένειες, προστατεύθηκαν από την ομάδα.
Στο εξαιρετικής αισθητικής και μοναδικής επιμέλειας αυτό βιβλίο με το πτυχωμένο μεταξωτό, χρώματος χρυσαφί εξώφυλλό του και τις εκθαμβωτικές φωτογραφίες έργων κεντητικής, ραπτικής και υφαντικής τέχνης, όλα δουλεμένα στην Κωνσταντινούπολη και στην Πέργαμο, συλλογή πολύτιμη, ανεκτίμητη μάλλον, της οικογένειας Σοφιανού, θα αγαλλιάσουμε στη θέαση μιας πλήρους και μεγάλης καλλιτεχνικής και συναισθηματικής αξίας προίκας: τσεβρέδες, τραπεζομάντιλα, κουρτίνες, κρεβατόγυροι, ανεξάντλητα εργόχειρα, σεντόνια, καλύμματα, υφαντές κουβέρτες, φορεσιές, μαντίλες, εσώρουχα, γιλέκα, πουκάμισα, μαξιλάρια, χαρτιά με προσχέδια, κι άλλα, κι άλλα, σπαράγματα μιας ομορφιάς που πλέον σωπαίνει. Και αν κάπου κάπου λαλεί, είναι διότι καταβάλλονται προσπάθειες σαν αυτές, ηρωικές θα έλεγα (λόγω του κόστους και του κόπου), ή διότι η μνήμη καλά κρατεί ακόμη. Όπως, φερειπείν, η δική μου που σαν ξελογιασμένη τριγυρνά στα σπίτια οπού οι μελλόνυμφες, ευτυχισμένες, γελαστές, με μάτια υγρά και με ιδρωμένα τα καλοχτενισμένα μαλλιά, εξέθεταν την προίκα τους στους συμπολίτες μας κι άστραφτε η σάλα όλη. Άστραφταν (μου φαινόταν;) και τα μάτια της Παναγιάς που ήταν ακουμπισμένη στο μεσιανό τραπέζι, ανάμεσα σε βασιλικούς, φούλια ή τριαντάφυλλα – αναλόγως.
Η συλλογή της οικογένειας Σοφιανού μεταφέρθηκε στην Ελλάδα πριν από τον πρώτο διωγμό, αυτόν του 1914. Τα κεντήματα, τα υφάσματα, οι φορεσιές χρονολογούνται από τις αρχές του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού. Το βιβλίο εκδόθηκε ξεχωριστά και στα αγγλικά (μτφρ. Αλεξάνδρας Ντούμα). Στον τόμο περιέχονται 240 φωτογραφίες, στις οποίες θα θαυμάσουμε πανάρχαιες τεχνικές όπου κυριαρχούν η φαντασία, η πειθαρχία, η λεπτότητα.
Αξίζει να σταθούμε –και να χαθούμε– στα προλογίσματα, τόσο σε αυτό της Μιράντας Σοφιανού όσο και σ' εκείνο της Φωτεινής Στεφανίδη. Δεν είναι μόνον κατατοπιστικά, είναι απείρως συγκινητικά. Βιβλίο σαν αχειροποίητο. Και «Η ιστορία τριών αιώνων σε μια προίκα», καθώς γράφει η Μιράντα Σοφιανού. Εύγε!
Τέλος, για το χάιδι και την ικανοποίηση της μνήμης, ας παραθέσω τους στίχους ενός από τα τραγούδια που ακούγονταν στην έκθεση, αλλιώς κάντισμα, της προίκας:
Βάτους κι αγκάθια πάτησα ώσπου να σ' αγαπήσω
και τώρα που σ' αγάπησα, πώς να σε λησμονήσω;
Θα γίνω γης να με πατάς, γεφύρι να περάσεις
θα γίνω μια γλυκομηλιά στον ίσκιο της να κάτσεις.
Να πέφτουν τ' άνθια απάνω σου, τα μήλα στην ποδιά σου
και τα χρυσά τριαντάφυλλα τριγύρω στα μαλλιά σου.
Ώστε, τίποτα δεν χάνεται. Όλα ζωντανεύουν, ριγούν και ροδίζουν στο πρώτο γνέψιμο της καρδιάς.
Ελένη Σαραντἰτη, ηλεκτρονικό περιοδικό Diastixo.gr, 15 Ιανουαρίου 2015
Για το βιβλίο Η Χαρούλα στους εφτά ουρανούς
~ «...Πόση γη, άραγε, να απαιτείται για να φιλοξενηθούν σπίτια και δρόμοι, γονείς και συγγενείς, φίλοι και γείτονες, ένας μικρός αδελφός, δέντρα και πουλιά, ακρογιάλια και καμινάδες, βαρκούλες και μελισσόπουλα; Πού να χωρέσουν άλογα και κατσικάκια, εκκλησιές και εξοχές, χάδια και φιλιά, αγάπες και παράπονα, αποχαιρετισμοί και ταξίδια; Βιβλία και παιχνίδια; Μεγάλη έκταση, νομίζετε; Λάθος. Ένα δωμάτιο τριάμισι επί τέσσερα είναι αρκετό για να μετακομίσουν και να εγκατασταθούν όλα όσα αγαπάς και λαχταράς».
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του, το καινούριο μυθιστόρημα της Ελένης Σαραντίτη, Η Χαρούλα στους εφτά ουρανούς, σε οδηγεί σ’ έναν κόσμο αξιών ακριβό και λησμονημένο, σ’ έναν άλλο κόσμο. Τρυφερό και αγαπητικό, ακέραιο και εύθραυστο. Άνθρωποι και φύση αξεδιάλυτα δεμένοι σε σύμπαν ουμανιστικό, απολαυστικό. Με κλειδιά τη γλώσσα της συγγραφέως, γλώσσα δυσεύρετη, γεμάτη θάλπος, και τις λέξεις, λέξεις ακριβές, πληθυντικές λέξεις, ο αναγνώστης ανοίγει σιγά σιγά τις πόρτες.
Τι συναντά;
Μια ποιητική χώρα. Χρώματα και μυρωδιές, ήχους αρχετυπικούς, όλες του τις αισθήσεις. Αφή, γεύση, όσφρηση και όραση μπλεγμένες σε παιχνίδια εικονικά και ηχητικά. Ευγένεια, καλοσύνη, αληθινή συγκίνηση. Συναντά τη Χαρούλα και την Ειρήνη, δυο έφηβες που ακούν την καρδιά τους και προχωρούν. Αλλά και όλους τους άλλους. Γενναιόδωρους, προικισμένους με αξιοπρέπεια, διακριτικότητα, ντροπαλότητα. Χάρες που τους οπλίζουν με δύναμη να αντισταθούν σε ό,τι παρουσιάζεται ως αναπόφευκτο, τελεσίδικο, όπως είναι η τύχη των οικείων της Χαρούλας, που ταξιδεύοντας με τον ναυτικό πατέρα αιχμαλωτίζονται από Σομαλούς πειρατές. Η έφηβη Χαρούλα, ένα πλάσμα μαγνητικό, μετακομίζει από τη Θεσσαλονίκη στη Λακωνία, στο σπίτι του αδελφικού φίλου του πατέρα της και πατέρα της Ειρήνης. Μαζί της, συμπαραστάτης στην αγωνιώδη αναμονή, όλη η οικογένεια που δεν κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα. Τελετουργίες παρηγορητικές, εμψυχωτικές, τραπέζια, συνταγές, επισκέψεις, βόλτες, λόγια-βάλσαμο, μια συνεχής κίνηση. Και η γραφή της Ελένης Σαραντίτη μια συνεχής κίνηση κι αυτή, μέσα-έξω, έξω-μέσα, ξεδιπλώνεται σαν ποτάμι που αφήνει στο πέρασμά του αναμνήσεις, βιώματα, ονειροπολήσεις, ρεμβασμούς, αλλά και ένα δυνατό παρόν. Μια πολύτιμη φιλία. Ενσυναίσθηση, αγάπη, ελπίδα. Μέσα, το σπίτι, η εστία, οι γυναίκες. Γυναίκες-μητέρες, γυναίκες-παιδιά, γυναίκες-έφηβες, γυναίκες-ονειροπαρμένες, γυναίκες-αγκαλιά, γυναίκες-θάλασσα. Γυναίκες και νέα κορίτσια περιδιαβάζουν στην ποιητική σκηνή της Σαραντίτη και μας κάνουν σινιάλο.
Έξω η Λακωνία. Αυτός ο χώρος-πατρίδα, η άλλη αγκαλιά, μέσα από τους τρόπους και τους τροπισμούς του λόγου, προβάλλει σαν χώρος εκστατικός, ακαταμάχητος, παραδεισένιος. Η σχέση με τη φύση-μητέρα-μικρή πατρίδα που αναδύεται σε κάθε σελίδα, καταργεί τη μοναξιά, την ερημιά. Του καθενός, της Χαρούλας, που εδώ είναι ίσως η πιο μόνη.
Ο αναγνώστης έχει πολλές φορές την αίσθηση ότι διαβάζει δυο ιστορίες ταυτόχρονα, δεμένες μεταξύ τους μαγικά. Την ιστορία της Χαρούλας και την ιστορία της Λακωνίας, άλλης γυναίκας αυτής, μητρικής, καρποφόρας, ελκυστικής, αρχετυπικής. Η Χαρούλα στην αγκαλιά της Λακωνίας και η Λακωνία στην αγκαλιά της Χαρούλας. Και οι δυο στην αγκαλιά της συγγραφέως, που στοργικά τις σιγοντάρει.
Η Ελένη Σαραντίτη, με καταγωγή από τη Νεάπολη Λακωνίας, πολυβραβευμένη συγγραφέας, αρθρογράφος και κριτικός λογοτεχνίας, γίνεται εδώ, σ’ αυτό το εξαιρετικό βιβλίο, εκτός από αφηγήτρια της ιστορίας, γεωγράφος, ζωολόγος, ορνιθολόγος, βοτανολόγος, εξερευνήτρια, ανθρωπολόγος.
Μέσα από την ιστορία της Χαρούλας καταφέρνει να μας νανουρίσει μητρικά, να μας μεταμορφώσει, ψιθυρίζοντάς μας μυστικά ότι η φύση και η αγάπη δεν τελειώνουν ποτέ. Έχουν μια ανεξάντλητη γονιμότητα.
Το εμβληματικό εξώφυλλο είναι της Φωτεινής Στεφανίδη. Μια εικόνα πλημμυρισμένη από εσωτερικότητα και ψυχική διέγερση, που αφήνει βαθύ αποτύπωμα στη μνήμη και στην καρδιά!
Χριστίνα Φραγκεσκάκη, ηλεκτρονικό περιοδικό Diastixo.gr, 26 Ιουλίου 2013
Για το βιβλίο Το παραμύθι με τις ξεχασμένες λέξεις
~ Ένα νεανικό βιβλίο αισθαντικό, με ευγένεια γραφής και γλυκύτητα, στο οποίο αποτυπώνεται η τρυφερή αλλά και ιερή σχέση ανάμεσα σε γιαγιά και εγγονή, αλλά όχι μόνο αυτή: εμπρός στα μάτια αλλά και στη διάνοια του αναγνώστη περνούν εικόνες σεπτές, αισθήματα σεβαστά, τοπία ψυχής κατακτημένα από τη λήθη, πλην ικανά να ανθοφορήσουν στην πρώτη ματιά, στον πρώτο χτύπο κάποιας καρδιάς, στον γλυκασμό που γεννά ο προαιώνιος νόστος.
Ευτυχώς για τους νέους μας, ευτυχώς και για τη γράφουσα που ευφραίνεται όταν παίρνει στα χέρια της ένα καλό βιβλίο, ευτυχώς για όλους μας, πάντως, παρατηρώ ότι τελευταίως κυκλοφορούν αρκετά βιβλία με ποιότητα, ελκυστικότητα και ήθος. Και παρότι όλα δυσκόλεψαν σήμερα, και ακόμη και η αγορά ενός βιβλίου είναι πρόβλημα, από τις επάλξεις μας όσοι το αγαπάμε, πρέπει να το στηρίζουμε. Αυτό το μέγιστο, το πολύτιμο αγαθό –από τις σπουδαιότερες κατακτήσεις του ανθρώπου– πρέπει πάση θυσία να διαφυλαχτεί και να συνεχίσει να κυκλοφορεί, να στεριώνει και να πυργώνει τα όνειρα και τις προσδοκίες μικρών και μεγάλων, να στηρίζει τους αγώνες μας, να λαμπρύνει τη ζωή μας, να την κάνει ανθεκτικότερη. Και ωραιότερη. «Το ψωμί, τα ρούχα των παιδιών και τα βιβλία δεν ακριβαίνουν ποτέ στη χώρα μας», μου είπε κάποτε ξένος εκδότης. Είθε να γινόταν κάποιο θαύμα κι εδώ. Αλλά εμείς, οι άνθρωποι που πιστέψαμε στα βιβλία, πιστέψαμε και στα θαύματα – δεν είναι έτσι;
Οπωσδήποτε στο Παραμύθι με τις ξεχασμένες λέξεις όλο και κάποιο θαύμα κάνει την εμφάνισή του, αν το καλοσκεφθείς. Και πρώτο θαύμα είναι αυτή η συγκινητική αγάπη που θάλλει ανάμεσα σε γιαγιά και εγγονή. Θαύμα είναι και ότι ο γάτος, ο Κέρβος, που συνεχώς συλλογίζεται, έχει ένα όνομα που έρχεται από πολύ μακριά, από την αυγή της Ολυμπιακής Θρησκείας, και παραπέμπει στον Κέρβερο, ο οποίος κατοικούσε και επιτηρούσε τις Πύλες του Άδη, σε τόπο όχι μακρινό από το ηπειρώτικο χωριό της γιαγιάς, που ακούει στο ωραίο όνομα Φιλάνθη. Θαύμα και το όνομα –Αηδόνης– του μακαρίτη πια παππού, εφόσον δεν διαφέρει και πολύ, δεν διαφέρει καν από το όνομα Αϊδωνεύς ή Αϊδωνέας, που ήταν η ποιητική προσωνυμία του Άδη. Και το όνειρο της γιαγιάς, θαύμα κι αυτό – και, μάλιστα, «ακατανόητο»: κοιμήθηκε στην ύπαιθρο, στο Λίμποβο, και εκεί την επισκέφθηκε όμορφη και εύθραυστη σαν μεταξωτή, η Κοιμωμένη του Ζαλόγγου. Εκείνη της φανέρωσε το παραμύθι που είχε πει ο νέος κι όμορφος Δονάτος στον λυπημένο ποταμό Αχέροντα, ένα παραμύθι αγάπης μυστικής για τον τιμωρημένο από τον Δία ποταμό, και όσο διαρκούσε η αφήγηση ο νέος έχυνε δάκρυα αγάπης για τον ποταμό, τον γιο της Γης που λυπήθηκε τους Τιτάνες και τους εύφρανε με το νεράκι του, αν και το είχε απαγορεύσει ο Δίας, τότε, με τις Τιτανομαχίες. Όταν δε το παραμύθι έφθασε στο τέλος, τα σκοτεινά και πικρά νερά του Αχέροντα λαμπικάρισαν. Και λουλούδια άνθισαν στη στέρφα όχθη.
Λοιπόν η Φιλάνθη, που μένει μόνη της με συντροφιά τον Κέρβο, με καταγωγή από τον «Γάτο του Τζαβέλα», όπως τον καμάρωνε ο αφέντης του, ένα μεσημέρι καλοκαιριού δέχεται την απρόσμενη επίσκεψη της εγγονής της, Ανθής. Τέσσερα χρόνια είχαν να ανταμώσουν και η γιαγιά άρχισε τις ερωτήσεις. Με διακριτικότητα. Ευγενής ύπαρξη. «Είναι γεροί οι γονείς σου;» «Φυτέψατε τα γεράνια από τον κήπο μας;» «Δουλεύουν πολύ;» Τέτοια. Της αγάπης έγνοιες. Βέβαια, από τις απαντήσεις της Ανθής συμπεραίνουμε ότι οι γονείς της βρίσκονται στα πρόθυρα του χωρισμού. Πικρό πολύ για τη Φιλάνθη, σκοτεινιάζουν τα μάτια της μα δεν λέει τίποτε. Άλλωστε, τι να τους πει πέρα εκεί στην Αμερική όπου εγκαταστάθηκαν, τι να πει και στην Ανθή, που της φαίνεται λυπημένη. Μόνο να τη χαϊδεύει με τα μάτια της μπορεί και να της λέει μυστικά γλυκόλογα όχι με τα χείλη, παρά με την καρδιά. Και ενόσω βραδιάζει και μετά την επιστροφή της νεαρής από μια βόλτα με παιδικούς φίλους, η γιαγιά τής κάνει λόγο για ένα υφαντό που θα ετοιμάσει, προσφορά στην κοινότητα που αλλάζει κτίριο. Μα πολύ αργότερα, η Ανθή: «Τι υφαίνεις μες στα μεσάνυχτα, γιαγιά;» Και η Φιλάνθη: «Αφού με ρωτάς, θα σου το πω. Σκέφτομαι να υφάνω το λυπημένο ποτάμι… Τον Αχέροντα θα υφάνω. Υπάρχει πιο ηπειρώτικο θέμα απ’ τον Αχέροντα;» Όμως η γυναίκα, αν και γειτόνισσά του, δεν τον είχε ποτέ αντικρίσει. Την τρόμαζαν και την απωθούσαν τα όσα μετέφεραν τα νερά του.
Τον είδε τελικώς. Μέσα από τον υπολογιστή της Ανθής. Στο μπαλκονάκι, ώρα μεσάνυχτα. Νερά ασημένια και ανθοί στη δόξα τους. «Ο παράδεισος είναι;» απόρησε γοητευμένη η Φιλάνθη. «Ο Αχέροντας είναι, γιαγιά, ο Αχέροντας!» «Και πού είναι τα μαύρα νερά; Πού είναι οι κατάξερες όχθες, οι σκιές και ο άγριος βαρκάρης;»
Αγκαλιάστηκαν στο σκοτάδι και ζωντάνεψαν το παραμύθι του Αχέροντα. Που είχε να κάνει με το παραμύθι με τις ξεχασμένες λέξεις, οι οποίες –εντέλει– δεν ήταν ξεχασμένες, ολοζώντανες ήταν, απλώς παραφυλούσαν κρυμμένες στην προσωρινή τους κλίνη, περιμένοντας το σύνθημα της καρδιάς για να εμφανισθούν και να αγιασθούν άνθρωποι και τόποι…
Και μια και μιλήσαμε για θαύματα, ένα θαύμα είναι και η εικονογράφηση της Φωτεινής Στεφανίδη. Κάθε σελίδα και ανακάλυψη. Κάθε εικόνα και αποκάλυψη. Στέκομαι ώρα και κοιτάζω τα πουλιά και τα φυτά, τα μάτια των γυναικών, τα δέντρα και τα νερά, τα φουστάνια, τα ρακοπότηρα και τα φλιτζανάκια. Τα λιβάδια και την ξωθιά. Και το πουλί που πήγε και απάγκιασε στα μαλλιά του σπλαχνικού Δονάτου, που έκλαψε από αγάπη για το λυπημένο ποτάμι κι εκείνο αναστήθηκε και πια δεν κουβαλούσε θλίψη και μοναξιά και απώλειες, παρά ταξίδευε δυνατό και ιλαρό μες στις ευωδιές και την ευδία, γιατί είχε μάθει από τη μάνα Γη να νιώθει και να αναγνωρίζει την αγάπη.
Ελένη Σαραντίτη, ηλεκτρονικό περιδικό "diastixo.gr", 21/3/2013
Αντίδοτο στη κρίση: Μια εικόνα και ένα παραμύθι με λέξεις ξεχασμένες…
Είναι κάτι στιγμές μαγικές που η μία φέρνει την άλλη, και γίνονται πράγματα μικρά, του Θεού, ξεχασμένα συναισθήματα και θύμησες παιδικές πλέκονται μεταξύ τους, και γνώσεις και ζωγραφιές, και φτιάχνουν όλες μαζί ένα όμορφο στεφάνι, λουλουδένιο, της καρδιάς, που το κρεμάς έξω στης ψυχής σου την αυλή. Και κάνει αυτό το στεφάνι την κρίση μέσα σου-και τη γνωστή μας κρίση εκεί έξω- λίγο μικρότερη. Και τη θέση για τον εαυτό σου, τα πράγματα, τους γύρω σου και τον χώρο/τη χώρα όπου ζεις και αναπνέεις, λίγο πιο σταθερή, λίγο πιο υποφερτή λίγο πιο βελούδινη, μακρυά από την τραχιά και επίπεδη καθημερινότητα…
Το δικό μου αυτό γαϊτανάκι, ξεκίνησε το προηγούμενο Σάββατο γύρω στις 6 το απόγευμα. Βρέθηκα στην Νέα Ερυθραία, να χαζεύω την βιτρίνα γνωστού βιβλιοπωλείου. Άνοιξε εκεί πρόσφατα νέο και πολύ αξιόλογο υποκατάστημα. Και ενώ ήταν περασμένες 6 και έκλεινε, δεν μας αρνήθηκαν ωστόσο μια μικρή ολιγόλεπτη βουτιά στο μαγικό κόσμο των νεοεκδοθέντων τίτλων… Έτσι λοιπόν μπήκαμε και κατέβηκα στο υπόγειο, αφού αναζητούσα ένα συγκεκριμένο βιβλίο παιδικό. Πραγματικά εντυπωσιάστηκα με το πλήθος εκείνων που απευθύνονται σε παιδιά και εφήβους και μάλιστα εν μέσω χαλεπών από όλες τις απόψεις καιρών.
Το πήρα, αλλά συνέχισα να χαζεύω εκστασιασμένη τα παιδικά εξώφυλλα, νιώθωντας να κάνω σκανταλιά, αφού καθόλου χρόνο δεν είχαμε και καταχρόμασταν απολαυστικά την ευγένεια των υπευθύνων, όταν κάπου εκεί και ενώ ήμουν απορροφημένη από ποικιλία και χρώματα, ξαφνικά ο άντρας μου με τράβηξε από το μανίκι:
– Κοίτα τι υπέροχο εξώφυλλο!Ιδιαίτερα για παιδικό παραμύθι!!, μου είπε κρατώντας στα χέρια του ένα μικρό βιβλίο. Είχε σκληρό εξώφυλλο, ωστόσο σε μέγεθος ήταν μικρότερο από αυτό που έχουν συνήθως τα «κανονικά» παραμύθια για παιδιά, ενώ αριθμούσε περίπου 70 σελίδες).
Μου τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον.Δεν ήταν μόνο το μέγεθος και το σκληρό εξώφυλλο. Στη ματιά του, βρέθηκα να με χαϊδεύει η εικόνα μιας Ελληνίδας μαυροφορεμένης γιαγιάς με την εγγονή της και ένα γάτο γκρι παρέα πάνω σε ένα κλαράκι ελιάς. Και ύστερα, τριγύρω πουλιά, αστεράκια, φέτες καρπούζι και ανεμώνες, και ένα πληκτρολόγιο, σαν και τούτο στο οποίο γράφω τώρα, και μια λέξη με γράμματα κόκκινα, MELLON…
Είχε τίτλο «Το παραμύθι με τις ξεχασμένες λέξεις».
Χρόνο να το επεξεργαστώ δεν είχα, είχα μάλιστα ήδη βρει το βιβλίο που έψαχνα και έκανα να φύγω. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να δώσω ξανά ραντεβού στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου με τα παραμύθια, για να διαλέξω ένα ακόμα, ίσως αυτό, μια άλλη φορά όμως με αρωγό…τον απαραίτητο χρόνο και την ανάλογη διάθεση.
Έκανα να το αφήσω…Δίσταζα.
Βλεπετε, μου ‘χε χαρίσει κάτι αυτό το βιβλίο, πριν καν το διαβάσω:
Mια ποιότητα, ένα συναίσθημα διαφορετικό. Το μέγεθός του, η γραμματοσειρά, το εξώφυλλο και οι εικόνες που μίλησαν μέσα μου μόλις το ξεφύλλισα μαζί με τα χρώματα, τις φιγούρες, τα σκίτσα.
Ναι, αυτό ήταν, μου μίλησε. Μου μιλούσε ήδη.
«Μιλώ για λέξεις ξεχασμένες μου είπε, αλλά εσύ δεν θα με ξεχάσεις…», μου έδωσε ξαφνικά υπόσχεση και ύστερα έκανε βουτιά στη τσάντα με τα ψώνια μου.
Το διάβασα ήδη δυο φορές μέσα στη βδομάδα που πέρασε και λίγο καιρό αργότερα, θα το διαβάσω και τρίτη. Είναι από τα ξεχωριστά βιβλία, που κάθε φορά που χάνεσαι μέσα τους, ανακαλύπτεις πάντα και κάτι διαφορετικό.
Έτσι, στη πρώτη ανάγνωση αναζήτησα στις σελίδες του το τέλος και μήνυμα της ιστορίας. Στη δεύτερη ωστόσο χτένισα με προσοχή τον μεστό, ταυτόχρονα παιδικά οικείο λόγο της συγγραφέως Ιφιγένειας Μαστρογιάννη.Τις ιδιαίτερες λέξεις της ηπειρώτικης τοπολαλιάς που δεν γνώριζα και που τόσο όμορφα συνθέτουν την ποικιλία της ελληνικής μας γλώσσας..Άφησα τον ευατό μου να παρασυρθεί από την ρομαντική χροιά του παραμυθιού, το πράσινο των περιγραφών του, τις μυρωδιές από τα άνθη του και τις αγκαλιές της ανιδιοτελούς του αγάπης.
Βρέθηκα να ψάχνω για το ποιός ήταν ο Δονάτος στη πραγματικότητα, που βρίσκεται η Καμαρίνα, ποιά πορεία ακολουθεί ο Αχέροντας ποταμός…Και τελικά συνειδητοποιήσα πως για να φτιάξεις ή να πεις τα πιο σημαντικά πράγματα στον κόσμο, αρκούν μερικές ξεχασμένες λέξεις, μερικές ξεχασμένες εικόνες, ένα ιστορικό πέπλο που έρχεται από μακρυά και μας υπενθυμίζει ποια είναι η θέση μας σε αυτό το σύμπαν και σε τούτη δα τη μικρη, μα τόσο προικισμένη χώρα. Πράγματα που είχαμε βάλει στην άκρη του μυαλού μας και τώρα, εν καιρώ κρίσης, περισσότερο από ποτέ έχουμε ανάγκη να τα επαναφέρουμε στη σκέψη μας…
Το παρόν παραμύθι απευθύνεται σε μεγαλύτερα παιδιά και εφήβους. Θα το συνιστούσα ωστόσο σε όποιον στη δύσκολη αυτή εποχή θα θελε να αναζητήσει στις σελίδες του λησμονημένες έννοιες όπως η παράδοση, η αγάπη, ένα κομμάτι της ιστορίας μας , αλλά συνάμμα την καλοσύνη -καθώς και το ήθος- της παραδοσιακής Ελληνίδας γιαγιάς, που θα έκανε τα πάντα για να χαμογελάσουν τα μικρά της εγγόνια και να υπάρχει ισορροπία μέσα στην οικογένεια…
Το βιβλιαράκι αυτό είναι επίσης εικονογραφημένο από μια εξαιρετική εικονογράφο/ζωγράφο, τη Φωτεινή Στεφανίδη, με πολλές διακρίσεις και βραβεία τόσο στην πατρίδα μας όσο και στο εξωτερικό. Η ποιότητα του πινέλου της εικόνας της, τόσο παιδική, αλλά με μια ενηλικη αισθητική ταυτόχρονα, ήταν ο πρωταρχικός λόγος για να ξεχωρίσω το βιβλίο.
Όμως, όπως προείπα, υπάρχουν κάτι στιγμές μαγικές, με πράγματα μικρά, αλλά μεγάλα ταυτόχρονα, και έτσι το παραμύθι με τις ξεχασμένες λέξειςμου προσέφερε ένα δώρο ακόμα ( κατά την αναζήτηση της εικονογράφου του στο διαδίκτυο): Με γύρισε περίπου 25 χρόνια πίσω, σε θύμησες γλυκιές, γεμάτες και πάλι ιστορια, γνώση αλλά και έτερες εικόνες απαράμιλλης αισθητικής. Βλέπετε, η θεία μου, μια εξαιρετική εκπαιδευτικός, μου χάριζε κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα και από ένα βιβλίο της σειράς Ελληνική Μυθολογία των αδελφών Στεφανίδη βιβλία εικονογραφημένα εξαιρετικά από τον Γιάννη Στεφανίδη και πατέρα της Φωτεινής…
Είναι λοιπόν απίστευτο, πως σε μια εποχή που το χρειαζόμουν τόσο πολύ, ένα μικρό βιβλίο, ένα παραμυθάκι για παιδιά, μέσα από τις μόλις 70 σελίδες του, μου χάρισε τόσα πολλά. Μου θύμισε τι είναι πραγματικά σημαντικό, όταν έχουμε κρίση. Μέσα και απ’έξω μας.
Οι ξεχασμένες λέξεις και μια εικόνα για το ποιοι πραγματικά (θέλουμε να) είμαστε.
Ας κάνουμε λοιπόν μια βουτιά στο παρελθόν και στην αγκαλιά της Ελληνίδας γιαγιάς…
Αναρτἠθηκε στο ιστολόγιο «Όνειρα Παραμυθιού», την 25η Ιανουαρίου 2013
Για το βιβλίο Ο ρομαντικός γάτος του βυθού
~ «Σ’ ακρογιαλιές με φίλντισι χαλίκια/ στο Μάη και στον Απρίλη των κυμάτων/ σ’ ενάλιους κήπους, σέρρες από φύκια…»
Πόσο παραστατικά μα και με τι λάμψη, και τι αίσθηση αναχώρησης για τόπους ονειρικούς, έγραψε ο ευαίσθητος και αισθαντικός ποιητής, πεζογράφος και κριτικός τέχνης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940) «Το ταξίδι» του, ποίημα αφιερωμένο –θαρρείς– στους όπου γης αταξίδευτους, καθώς οι πρώτοι στίχοι έχουν ως εξής:
«Στα καΐκια τ’ αραγμένα, τα δεμένα/ στα καΐκια που δεν πάνε πουθενά/ θα μπούμε να γυρίσομε τα ξένα.»
Πάντως δεν είναι τυχαίο ότι, ξάφνου, και επίμονα μάλιστα, επανήλθαν στη μνήμη μου στίχοι από το ποίημα του Παπαντωνίου, συγγραφέα και του θαυμάσιου αναγνωστικού «Τα ψηλά βουνά». Οι σελίδες του παρόντος βιβλίου του Χρήστου Μπουλώτη για ενάλιους κήπους μιλούν. [...]
Η ιστορία κυλά σαν παραμύθι. Γλυκά, με χιούμορ, με ανατροπές και μικρές, σύντομες στιγμές θλίψης. Με τον αγαθό και γενναίο να δικαιώνεται, τον επίβουλο και πονηρό να έχει την τύχη που του πρέπει, με πολλές περιπέτειες και κάποιες δοκιμασίες. Και με έναν έρωτα αταίριαστο αρχικώς, ταιριαστό και αρμονικότατο στη συνέχεια. Εξάλλου ο κόσμος όλος ήταν πάντοτε γεμάτος από πλάσματα ανόμοια που αγαπήθηκαν. Και στέριωσαν.
Ο Χρήστος Μπουλώτης, πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος, ξεχωρίζει για τη διαύγεια του λόγου του και για τις ωραίες εικόνες και ιδέες που προσφέρει στον νέο αναγνώστη με το λόγο αυτό. Επίσης πάντοτε, σε όλα τα έργα του, όπως και στο παρόν άλλωστε, είναι ευδιάκριτο ένα καλής ποιότητος χιούμορ, μια ευγένεια αισθημάτων, είτε από ζώα εκφρασμένη είτε από ανθρώπους, και μια τάση ρομαντισμού πολύ ευπρόσδεκτη στην ανυδρία των καιρών και των καταστάσεων.
Για τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη, την ξεχωριστή, ας πούμε μόνο ότι με την τέχνη, τις εμπειρίες της και τα αισθήματά της έκανε κι ανθοβόλησε ολόκληρος ο ενάλιος κόσμος του Ρομαντικού γάτου του βυθού. Και μόνο για τις λαμπρές εικόνες της το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί και από ενηλίκους.
Επαινετή και η άρτια τυπογραφική επιμέλεια.
Ελένη Σαραντίτη, ηλεκτρονικό περιδικό "diastixo.gr", 2/10/2012
~ Ο Χρήστος Μπουλώτης ξέρει καλά την τέχνη του παραμυθιού. Οι παιδικές του ιστορίες ξεχωρίζουν γιατί δεν είναι μονοδιάστατες. Διατηρούν την παιδικότητα και την ξεγνοιασιά που χρειάζονται τα παιδιά, αλλά ταυτόχρονα μεταφέρουν και μηνύματα που δεν περιορίζονται ηλικιακά. Η φαντασία του Μπουλώτη αποτελεί τον καταλύτη για τα επιτεύγματά του. Προσπαθεί, και καταφέρνει, να πάρει όλους τους χυμούς της προσφέροντάς μας αξιόλογα βιβλία. Ολα αυτά τα στοιχεία βρίσκονται και δω. Ο γάτος Ερνάν το παίζει στην ακροθαλασσιά πολύ ρομαντικός. Τρελαίνεται όμως για μικρά ψάρια, που τα πιάνει με ξαφνικές βουτιές μες στο νερό. Ο νόμος του ισχυρού ισχύει και στα παραμύθια. Ολα, όμως, ανατρέπονται.(...) Ο Ερνάν βγάζει λέπια και μπορεί να μείνει για πάντα κάτω από το νερό. Αλλαξε. Οχι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά. Εγινε αληθινός ποιητής. Βέβαια, πέρα από την ιστορία του Μπουλώτη, οι ζωγραφιές της Φωτεινής Στεφανίδη έχουν το ίδιο μερίδιο ευθύνης για το καλαίσθητο αποτέλεσμα. Οι εικόνες μεταφέρουν το ίδιο έντονα τα νοήματα των λέξεων. Αποτυπώνουν τα συναισθήματα των ηρώων και δίνουν το χρώμα που θέλει το παραμύθι.
Αλέξανδρος Στεργιόπουλος, εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 27/8/2011
Για το βιβλίο Το κρυμμένο νερό
~ (...) Η ελπίδα είναι τα παιδιά. Και η φιλία, μια δύναμη ανέλπιστη, τελειώνει το παραμύθι της αγάπης και της έγνοιας για τη φύση της Λίλης Λαμπρέλλη. Να υπογραμμίσουμε πόσο ωραίος, ποιητικός και συμπυκνωμένος είναι εδώ ο λόγος της συγγραφέως, πόσο όμορφες και φυσικές δείχνουν οι σχέσεις ανθρώπων, ζώων και όντων υπερφυσικών και τι υπέροχες -όπως πάντα- είναι οι ζωγραφιές της Φωτεινής Στεφανίδη.
Ελένη Σαραντίτη, εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 26/3/2010
~ Θα ήταν στεγνό, όπως η γη που περιγράφεται στο Κρυμμένο νερό, να βάλουμε ταμπέλα και να κατατάξουμε αυτό το παραμύθι στα οικολογικά βιβλία. Όχι ότι δεν είναι! Είναι και αποπνέει έντονα και με φυσικότητα τη λαϊκή σοφία των απλών ανθρώπων που γνώριζαν και μαγεύονταν από τη φύση και δημιουργούσαν πλάσματα της φαντασίας, ξωτικά και νεράιδες, για να καλυτερέψουν τη ζωή τους. Παραμύθι γραμμένο με τέχνη από μια συγγραφέα που έχει μαθητεύσει κοντά σε μεγάλους αφηγητές παραμυθιών, που μελέτησε παραδοσιακά παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο και συνέθεσε ένα διαπολιτισμικό δικό της, παίρνοντας στοιχεία από πολλές παραδόσεις και κάνοντάς το να μιλάει ελληνικά. Το πιο καλογραμμένο και εικονογραφημένο (από τη Φωτεινή Στεφανίδη), αν όχι το καλύτερο, βιβλίο της χρονιάς!
Μαρίζα Ντεκάστρο, περιοδικό "Διαβάζω", Αύγουστος 2010
~ Δεν θα έκανε λάθος να έλεγε κανείς ότι αυτό το «θεωρητικό» βιβλίο της Λίλης Λαμπρέλλη (σ. Λόγος εύθραυστος και αθάνατος) βρίσκει την, κατά μία έννοια, πρακτική εφαρμογή του στο παραμύθι της Το κρυμμένο νερό (Πατάκης, 2010), ένα παραμύθι γνήσιο, μαγικό ως προς την υπερφυσική αύρα του, αλλά και ως προς το βασικό σχήμα του, πικρό αλλά και παρήγορο ως προς το νόημά του, βαθύ ως προς την απήχησή του, ποιητικό ως προς το ύφος του, διαχρονικό ως προς την αξία του. Είναι πράγματι σαν να ακούμε εδώ τη ζεστή φωνή της αφηγήτριας - παραμυθούς Λίλης Λαμπρέλλη να μας μιλά και να μας βυθίζει σ' εκείνον τον παλιό καιρό, τότε που στον πλανήτη του νερού έπεσε μεγάλη ξηρασία, τότε που χρειάστηκε να φιλιώσουν ένα παιδί κι ένα φίδι, να ακούσουν την ιστορία μιας κουκουβάγιας και να μερώσουν, μετά, τις νεράιδες, για να ξεχάσει τον φόβο και τον θυμό του το νερό και να ξαναευλογήσει τους ανθρώπους. Αρμονικά ταιριασμένη με το παραμύθι είναι και η εικονογράφησή του από την ταλαντούχα Φωτεινή Στεφανίδη, που μας χαρίζει ζωγραφιές άλλοτε φτιαγμένες σαν πάνω σε βράχους προϊστορικούς, άλλοτε ενυδατωμένες σαν από φρέσκια μπογιά, αλλά πάντοτε σαν αντλημένες από τα βάθη της ψυχής μας. (...)
Σταυρούλα Τσούπρου, εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 20/11/2011
Για το βιβλίο "Έρως και Ψυχή"
~ (...) Το παραμύθι της Ψυχής ευτύχησε στην παρούσα έκδοση. Τόσο η απόδοση και οι σημειώσεις της Ζωής Βαλάση όσο και η θαυμαστή εικονογράφηση της Φωτεινής Στεφανίδη μαρτυρούν τον σεβασμό των δύο καλλιτέχνιδων στο σπουδαίο αυτό έργο, τον μόχθο που κατέβαλαν ώς την ολοκλήρωσή του, αλλά και τη σπάνια εκείνη αίσθηση της ευφορίας που κατακλύζει τον προικισμένο άνθρωπο όταν πλησιάζει έργο τόσο ευφραντικό.
Από τα βιβλία που μόνον ευφροσύνη και απόλαυση προσφέρουν. Και γλυκούς ήχους και ευωδιές από την απέραντη, πέρα από εμάς ζωή.
Ελένη Σαραντίτη, εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 26/3/2010.
~ Η πνευματικότητα, η ευαισθησία, η καλαισθησία, προπαντός το ταλέντο δύο γυναικών δημιουργών - της συγγραφέως Ζωής Βαλάση και της ζωγράφου και βραβευμένης εικονογράφου Φωτεινής Στεφανίδη - έσμιξαν και καρποφόρησαν θαυμαστά στο βιβλίο τους «Έρως και Ψυχή» (εκδόσεις «Στεφανίδη»).
(...) Ωραία ιστορία φιλίας, με χιούμορ, αγαθότητα και δύο αξιαγάπητους ήρωες. Επαίνους αξίζει η εικονογράφηση της Φωτεινής Στεφανίδη.
Ελένη Σαραντίτη, εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 17/7/2009.
Για το βιβλίο Εφτά ορφανά μολύβια, εφτά ιστορίες...
~ Στο καινούργιο βιβλίο της η Φωτεινή Φραγκούλη, με λόγο πυκνό, εξαιρετικά προσεγμένο και ουσιώδη στηνει επτά ιστορίες γεμάτες τρυφερά συναισθήματα, καθαρά μηνύματα και εσωτερική δύναμη. (...) Στην απόλαυση που προκαλεί η ανάγνωση του βιβλίου συντελούν καθοριστικά οι ωραιότατες ζωγραφιες της Φωτεινής Στεφανίδη, μικρά έργα τέχνης, που αναδεικνύουν τη λεπτομέρεια του διηγήματος χωρίς να αδικούν την ολότητά του.
Παναγιώτης Σκορδάς, εφημερίδα "Καθημερινή", 5/5/2009.
~ (...) ιστορίες που μιλούν ευθέως στην παιδική ψυχή, στις μικρές ηλικίες που ανακαλύπτουν τα θαύματα του κόσμου που ανοίγονται καθημερινώς μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους. Η εικονογράφηση της Φωτεινής Στεφανίδη καθιστά το αισθητικό αποτέλεσμα εξαίρετο (...)
Εφημερίδα "Το Βήμα", 8/5/2009.
Ένα βιβλίο γεμάτο περιπέτεια, χρώματα και μουσική, που βραβεύτηκε από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Ένα παιδικό βιβλίο που θα απολαύσουν σίγουρα και οι μεγάλοι, όλοι όσοι σκέφτονται νοσταλγικά τις γειτονιές των Εξαρχείων, εκεί όπου έκανε βόλτες ο Γατούλης μαζί με τον κουρδιστό Ποντικούλη του, για να μας θυμίσουν ότι η ομορφιά δεν είναι κάτι που έχει χαθεί. Άλλωστε υπάρχουν συγγραφείς όπως ο Χρήστος Μπουλώτης και καλλιτέχνες όπως η Φωτεινή Στεφανίδη που μπορούν να την αποτυπώσουν στις σελίδες ενός βιβλίου.
Εφημερίδα LIFO, 17/4/2008
Για το βιβλίο Κάτι παράξενο απόψε συμβαίνει
Εξαιρετική η εικονογράφηση, άψογη η τυπογραφική επιμέλεια.
Ελένη Σαραντίτη, εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 22/12/2006.
~ H Φωτεινή Στεφανίδη πατάει και δεν πατάει στη γη. Πατάει με το σχέδιο και τα χρώματα, πετάει με τη φαντασία σε τόπους, εποχές, χώρους. Κάτι παράξενο συμβαίνει στο καινούργιο της βιβλίο (...) βράδυ (...) σοφίτα (...) ο Πάνος (...) το όνειρο (...) Τι είναι όμως τα όνειρα, αν όχι αποσπάσματα της βιωμένης πραγματικότητας, μπερδεμένα, παράλογα κι ανάκατα με εντυπώσεις και έντονα συναισθήματα; Η Φωτεινή Στεφανίδη το αποδίδει με τρόπο μοναδικό και εντελώς προσωπικό (...) συνειρμικά, παράξενα, αφαιρετικά, ελεύθερα.
Μαρίζα Ντεκάστρο, εφημερίδα "Τα Νέα", 12/06.
~ (...) Κάτι παράξενο απόψε συμβαίνει, δια γραφίδος και χρωστήρος της Φωτεινής Στεφανίδη - Ένα τρυφερο, υπερρεαλιστικό ταξίδι στον κόσμο των κλασικών παραμυθιών και συνάμα της προσωπικής της μυθολογίας.
Χρήστος Μπουλώτης, περιοδικό "Ιανός", 12/06.
~ (...) Το κείμενο και οι ζωγραφιές της Φωτεινής Στεφανίδη μας ξεναγούν από παραμύθι σε παραμύθι, μας "αποπλανούν" και μας "βυθίζουν" στον κόσμο τους, μας μαγεύουν με την τέχνη τους.
Ερευνητές, εφημερίδα "Καθημερινή", 28/12/2007.
Από τον κατάλογο των Ελληνικών Βραβείων Γραφιστικής - Εικονογράφησης 2007.
~ Μας είναι γνωστή η Φωτεινή Στεφανίδη από προηγούμενες δουλειές της οι οποίες έχουν ανεβάσει ψηλά τον πήχυ στο "ευγενές άθλημα" της εικονογράφησης παιδικών βιβλίων. Άλλωστε, τιμήθηκε φέτος μαζί με τον Χρήστο Μπουλώτη με το βραβείο του περιοδικού Διαβάζω για το βιβλίο του τελευταίου Η κυρία Μίνα και η άνοιξη.
Το Κάτι παράξενο απόψε συμβαίνει είναι ένα βιβλίο ολόδικό της: υπογράφει τις εικόνες αλλά και το κείμενο και πετυχαίνει, κατά την γνώμη μου, την ιδανική μίξη υλικών. Μέσα και από τους δύο αφηγηματικούς κώδικες, τον λεκτικό και τον εικονιστικό, το ίδιο μαγικό κλίμα δημιουργείται, η ίδια παραμυθένια ατμόσφαιρα. Έχει κανείς την αίσθηση ότι ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο των παραμυθιών, και είναι όλοι τους εκεί: ο Πινόκιο, η Κοκκινοσκουφίτσα, οι Εφτά Νάνοι και ο Μολυβένιος Στρατιώτης αλλά και όλοι οι γνωστοί μας ήρωες ζουν τις δικές τους ζωές, γλεντούν τα δικά τους γλέντια. Αληθινοί, αληθινότατοι! Δεν μένει καμία αμφιβολία στον αναγνώστη ότι αυτός ο παραμυθιακός κόσμος, στον οποίο με τόση χάρη ταξιδεύει ο μικρός Πάνος, υπάρχει δίπλα μας αρκεί να έχουμε μάτια να τον δούμε. Υπέροχη υπενθύμιση για μας τους παράλογα λογικούς ενήλικες, υπέροχη επιβεβαίωση για την εκκολαπτόμενη φαντασία των νεαρών αναγνωστών.
Σούλα Οικονομίδου, περιοδικό "Κείμενα", τεύχος 6, Σεπτέμβρης 2007.
Για το βιβλίο Ο ψεύτης παππούς
~ (...) Με το χαρακτηριστικό στιλ της -το χιούμορ, την ντροπαλή τρυφερότητα, την απλότητα στη διατύπωση των πιο περίπλοκων θεμάτων- η Αλκη Ζέη φτιάχνει μια καθημερινή ζωή, οικεία κι όμως περιβεβλημένη με μύθο, συνηθισμένη, αλλά πλούσια σε ερεθίσματα για συλλογισμό και κριτική.
Εκπληξη αποτελεί η εμφάνιση του βιβλίου με τη θαυμάσια εικονογράφηση της Φωτεινής Στεφανίδη. Δεν είμαστε συνηθισμένοι σε μυθιστορήματα που συνοδεύονται από εικονογράφηση... Συνήθως οι εκδότες θεωρούν ότι τα μεγάλα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από εικόνα. Ας ελπίσουμε ότι τούτη η εξαίρετη πραγματικά καλλιτεχνική πρόταση θα αποτελέσει αφετηρία για μια αναθεώρηση της παλιάς αντίληψης. Το βιβλίο είναι ένα ενιαίο έργο τέχνης. Οσο πιο πλήρης η καλλιτεχνική απόλαυση, τόσο πιο βαθιά η επίδραση.
Ζωή Βαλάση, εφημερίδα "Ριζοσπάστης".
Για το βιβλίο Η κυρία Μίνα και η Άνοιξη
~ (...) "Η κυρία Μίνα και η άνοιξη" δεν θα είχε τον αντίκτυπο που έχει στον αναγνώστη του χωρίς τις ιμπρεσσιονιστικές εικόνες της Φωτεινής Στεφανίδη. Δεν είναι μόνο η εικαστική αρτιότητα των εικόνων ή η ίδια η αισθητική τους που είναι άξια θαυμασμού. Είναι, κυρίως, το στυλ τους: οι εικόνες της Στεφανίδη, έχει κανείς την εντύπωση, είναι φτιαγμένες από την ίδια στόφα με τον λόγο του Μπουλώτη: ακουμπούν και δεν ακουμπούν στην πραγματικότητα. Είναι γι αυτό καθοριστικές στην δημιουργία του ονειρικού κλίματος που χαρακτηρίζει τα έργα του τελευταίου.
Σούλα Οικονομίδου, περιοδικό "Κείμενα", τεύχος 6, Σεπτέμβρης 2007.
~ (...) Ο Χρήστος Μπουλώτης, όπως πάντοτε, ευρηματικός και ανήσυχος. Και οι ζωγραφιές της Φωτεινής Στεφανίδη αισθητικότατες. Εξαίρετη η εικόνα της "καλής νεράιδας με τη μοβ θλίψη", σαν πληγωμένη χελιδόνα μοιάζει.
Ελένη Σαραντίτη, εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 28/4/2006.
Για το βιβλίο Το τραγούδι της Περσεφόνης
Μαριζα Ντεκάστρο, εφημερίδα "Το Βήμα", 11/12/2005.
(...) Οι εκπλήξεις που κρύβονται πίσω από τις μισές σελίδες είναι σίγουρο ότι θα διασκεδάσουν τα μικρά παιδιά ξανά και ξανά (...) Εξυπακούεται ότι χωρίς την όμορφη δουλειά της εικονογράφου Φωτεινής Στεφανίδη, ο στόχος του βιβλίου δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί.
Σταυρούλα Τσούπρου, εφημερίδα "Αυγή", 31/7/2005.
Για το βιβλίο Κουδούνια με πατάτες στο φούρνο
- Τρυφερό, ευρηματικό, χαρούμενο, με μικρές λεπτομέρειες που αλλού θα ήταν ασήμαντες και πιθανώς θα ξέφευγαν της προσοχής... Εδώ η Φωτεινή Στεφανίδη τις μετατρέπει σε συνθέσεις τρυφερές, συγκινητικής ευαισθησίας (ακρίδες που παντρεύονται, μυρμήγκι, ελιά, μηλο, αχνιστές πατάτες...)
- Οι εικόνες αγκαλιάζουν το κείμενο και το προεκτείνουν χωρίς να το πιέζουν, χωρίς να το περιορίζουν, χωρίς απλώς να το απεικονίζουν.
Βάσω Ψαράκη, σκεπτικό για τη βράβευση του συγκεκριμένου βιβλιου για την εικονογράφησή του από τον ΚΕΠΒ, Απρίλιος 2005.
Για το βιβλίο Σαπφώ - δώδεκα ποιήματα
Πρόκειται για το έξοχο εικαστικής μορφής βιβλίο, με υπέρτιτλο «Λόγος Ερωτικός» και τίτλο «Σαπφώ - Δώδεκα Ποιήματα». Η πολυτάλαντη δημιουργός επέλεξε και απέδωσε δώδεκα ποιήματα της κορυφαίας αρχαίας ποιήτριας και τα «διερμήνευσε» συνοδεύοντάς τα με ισάριθμους ζωγραφικούς πίνακές της. Πίνακες ποιητικού οίστρου, θαυμαστής εικονοπλασίας και χρωματικής ομορφιάς, γυναικείας ευαισθησίας, υψηλότατου αισθητικού μέτρου και γούστου. Πίνακες που «αφουγκράζονται» τα συναισθήματα που υποκίνησαν την ποιητική πένα της Σαπφούς και εικονοπλαστικά διαλέγονται με τα ποιήματά της. Ποιήματα, που αποπνέουν «ήλιο, έρωτα, θάλασσα, γυναίκα, το μεθυστικό των αισθήσεων άρωμα, που μοσκοβολάει κι από μοναχά μια μισοσβησμένη λέξη, απομεινάρι στο περιθώριο των γραπτών της», όπως μεταξύ άλλων επισημαίνει στο επίμετρό της η Φ. Στεφανίδη.
(...) Οι δύο σωζώμενοι στίχοι ενός ποιήματος - «πλήρης μεν εφαίνετ' α σελάννα/ αι δ' ως περί βωμόν εστάθησαν» («άστραφτε η πανσέληνος/ κι εκείνες στάθηκαν γύρω απ' το βωμό») - ενέπνευσαν στην Φ. Στεφανίδη, έναν - τολμούμε να πούμε - αριστουργηματικής τέχνης νυχτερινό πίνακα. Κάποιου ποιήματος διασώθηκε μόνο μια λέξη «βεύδος», την οποία η Φ. Στεφανίδη αποδίδει ως «διάφανο ρούχο, πολύτιμο» και από την οποία εμπνεύστηκε ένα υπεραισθαντικό γυμνό νεανικό γυναικείο σώμα μισοτυλιγμένο με αραχνοϋφαντο σάλι, που εικονογραφεί και το εξώφυλλο.
Αριστούλα Ελληνούδη, εφημερίδα "Ριζοσπάστης".
~ Βιβλία “διαμαντάκια”, ως σύλληψη, γραφή και αισθητική. Βιβλία ευρηματικά, πρωτότυπα, με χαρούμενα, φωτεινά χρώματα, δεμένα με γερές υφασμάτινες ράχες, τα οποία προσφέρουν γνώση στα παιδιά, τα ψυχαγωγούν, ασκούν ευφρόσυνα την προσληπτική τους ικανότητα, τα καλλιεργούν αισθητικά και τα εισάγουν στον κόσμο της τέχνης. Βιβλία, πανέμορφο δώρο, των οποίων ο “ιδιοκτήτης” θα γράφει στην πρώτη σελίδα το όνομά του.
Αριστούλα Ελληνούδη, εφημερίδα "Ριζοσπάστης".
~ (...) αργότερα, μεγάλοι πια, θα καμαρώνετε για το αλφαβητάρι-κόσμημα που σας χάρισε τα πρώτα μυστικά ενός συναρπαστικού κόσμου. Θα κάνετε την πρώτη σας γνωριμία με τους αριθμούς και θα ανακαλύψετε έναν άλλο, επίσης συναρπαστικό κόσμο, αυτόν των χρωμάτων (…) Τρία βιβλία που, είναι σίγουρο, θα τα φυλάξετε για πολλά χρόνια.
Δέσποινα Ράμμου, "Ερευνητές", εφημερίδα "Καθημερινή".
Για τη σειρά Παραμύθια του τόπου μας
~ Με τις ζωγραφιές της Φωτεινής Στεφανίδη, τα βιβλία παίρνουν αξία με την πρώτη ματιά (...) τέλειο αισθητικά πλαίσιο (...) μαγική ατμόσφαιρα (...) από τα ωραιότερα παραμύθια του τόπου μας (σ.σ. "Το μαντίλι της νεράιδας", "Ο κύκνος και η Πεντάμορφη", "Οι δώδεκα μήνες").
Αγγελική Βαρελλά, περιοδικό "Διαδρομές", Άνοιξη 2008.
~ (...) Το διάβασα (σ.σ. "Ο κύκνος και η Πεντάμορφη") στη σεμνή και λιτή απόδοση της Νίκης Κάπαρη, όπως ακριβώς ταιρίζει στα λαϊκά παραμύθια, και στάθηκα στην εξαιρετική εικονογράφηση της Φωτεινής Στεφανίδη. Καθώς και στην όλη επιμέλεια. Πρόκειται για ένα καθ' όλα λαμπρό βιβλίο. (...)
Ελένη Σαραντίτη, εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 11/7/2008.
~ (...) Λόγος ατόφιος και κελαρυστός (σ.σ. "Ο κύκνος και η Πεντάμορφη"), διανθισμένος με αισθαντικές εικόνες της Φωτεινής Στεφανίδη. (...)
Γιώργος Βιδάλης, εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 29/2/2008.
~ (...) Η γλώσσα της αφήγησης είναι στρωτή και τρυφερή. Μεγάλο προσόν της έκδοσης, οι ζωγραφιές της. Γνήσιοι ζωγραφικοί πίνακες, γεμάτοι από ευαίσθητες χρωματικές συνθέσεις και ονειρικές φιγούρες. Τα παλιά παραμύθια (σ.σ. "Η νεράιδα και το πέπλο") μπορούν πάντα να ενεργοποιούν το ταλέντο σύγχρονων δημιουργών.
Μάνος Κοντολέων, περιοδικό "Ο κόσμος της Unicef", 1995.
~ Παραμύθι (σ.σ. "Το πονεμένο αηδόνι") αναστημένο από τον απλό μα και εύχυμο λόγο του Μενέλαου Στεφανίδη με τη βοήθεια της ζωγράφου Φωτεινής Στεφανίδη, η δουλειά της οποίας ορισμένες φορές έχει τη γοητεία, τη σοβαρότητα και την ένταση των παλιών εικονισμάτων. Και τις καθαρές τους γραμμές.
Ελένη Σαραντίτη, εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 15/12/2000.
~ Ο Μενέλαος Στεφανίδης μετέγραψε τα έργα αυτά (σ.σ. "Οι τρεις συμβουλές", "Ο Μαντολόης", "Το μαρουλόφυλλο") της ψυχής του λαού μας και μας τα παραδίδει για τα παιδιά μας ζωηρά, θερμά, εύοσμα, ευφραδή. Α, και βεβαίως απείρως ενδιαφέροντα. Και με τις ζωγραφιές της Φωτεινής Στεφανίδη, χαριέστατα. Γιατί η νέα ζωγράφος, προφανώς γοητευμένη, μας γοήτευσε. Έτσι χαρήκαμε το φως που απλώνεται στην κάθε εικόνα και το οποίο υπογραμμίζει κι αναδεικνύει τ' απαλά, διακριτικά χρώματα, τις φίνες γραμμές, τα εκφραστικά πρόσωπα, τις γνώριμες φιγούρες, οικεία στα παιδιά στοιχεία. Στοιχεία που διατηρούν μιαν άφθαρτη ελληνικότητα(...)
Ελένη Σαραντίτη, εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 7/1994.